Υπάρχει λοιπόν η εξής διάκριση:
α) Το δικαίωμα στην εφεύρεση, που δημιουργείται από την πραγματοποίηση της εφεύρεσης, και β) Το δικαίωμα στην ευρεσιτεχνία, που δημιουργείται από τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας από τον Ο.Β.Ι.
|
||
Και τα δύο δικαιώματα έχουν, σύμφωνα με τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, το ηθικό και το περιουσιακό τους κομμάτι. Το ηθικό δικαίωμα πάνω στην εφεύρεση και στην ευρεσιτεχνία ανήκουν σε κάθε περίπτωση στον εφευρέτη ή στους εφευρέτες, στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία συνέλαβαν την εφεύρεση και την πραγματοποίησαν. Σε κάθε περίπτωση το όνομα του εφευρέτη ή εφευρετών αναφέρεται στο ΔΕ και ο εφευρέτης έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από το κάτοχο του διπλώματος να τον αναγνωρίσει ως εφευρέτη. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά σε ότι αφορά το περιουσιακό κομμάτι του δικαιώματος στην εφεύρεση και στην ευρεσιτεχνία. Ποιος είναι ο φορέας των δικαιωμάτων αυτών; Σε ποιόν ανήκει το περιουσιακό δικαίωμα πάνω στο προϊόν του πνεύματος, το οποίο θα κατοχυρωθεί ενδεχομένως με κάποιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας;
Στο δίκαιο των εφευρέσεων γίνεται διάκριση μεταξύ του «εφευρέτη», δηλαδή αυτού που πραγματοποίησε την εφεύρεση και του «καταθέτη», δηλαδή αυτού, που κατέθεσε αίτηση για χορήγηση ΔΕ, και στον οποίον θα χορηγηθεί το δίπλωμα, εκτός αν εν τω μεταξύ έχει μεταβιβάσει τα σχετικά δικαιώματα του. Η διάκριση αυτή αποτυπώνεται και στα έντυπα αιτήσεων του Ο.Β.Ι. για χορήγηση ΔΕ, όπου υπάρχουν οι ενδείξεις «Καταθέτης» και «Εφευρέτης». Στη διαδικασία χορήγησης ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας, οι ηθικές εξουσίες, με κεντρική αυτήν του δικαιώματος αναγραφής του ονόματος, ανήκουν στον φερόμενο ως «εφευρέτη», ενώ οι περιουσιακές στο φερόμενο ως «καταθέτη» της αίτησης για χορήγηση ΔΕ. Τη χορήγηση του διπλώματος ζητά ο καταθέτης και το δίπλωμα που θα χορηγηθεί ανήκει στον καταθέτη που θα έχει το δικαίωμα των αποφάσεων σχετικά με την οικονομική εκμετάλλευσή του.
Ποιος, όμως έχει το περιουσιακό δικαίωμα πάνω σε μιαν εφεύρεση, ποιος δηλαδή, έχει το δικαίωμα να καταθέσει αίτηση για τη χορήγηση ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας: Η απάντηση είναι εύκολη, για την περίπτωση του εφευρέτη εκείνου, που μόνος του, με δικά του υλικά κι οικονομικά μέσα κατόρθωσε να φτάσει στη γέννηση της εφευρετικής ιδέας, να κινήσει τη διαδικασία χορήγησης ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ν’ αποκτήσει τη νομική κατοχύρωση της εφεύρεσής του μ’ ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ο εφευρέτης αυτός θα είναι και ο μοναδικός καταθέτης της αίτησης για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης αυτός μόνος του, θα έχει το δικαίωμα ν’ αποφασίζει εάν, πως και ποιος θα προβεί στην οικονομική εκμετάλλευση του αντικειμένου του διπλώματος: μπορεί να την εκμεταλλευτεί ο ίδιος ή να παραχωρήσει άδεια εκμετάλλευσής της σε άλλους ή να τη μεταβιβάσει στο σύνολο ή μερικά σε κάποιον τρίτο. Αυτή είναι η απλούστερη μορφή γέννησης μιας εφευρετικής ιδέας κι απόκτησης ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το μοντέλο όμως του μοναχικού εφευρέτη δε συναντάται συχνά στη σημερινή εποχή. Η εφευρετική δραστηριότητα δεν αποτελεί πια ατομική υπόθεση. Η έρευνα στους διάφορους τομείς της τεχνολογίας προϋποθέτει χρηματοδότηση από φορείς, κρατικούς ή ιδιωτικούς, ερευνητικούς ή κερδοσκοπικούς: ερευνητικά κέντρα, πολυεθνικές εταιρείες, πανεπιστήμια βρίσκονται στις επάλξεις της έρευνας και στηρίζουν υλικοτεχνικά την εφευρετική δραστηριότητα. Δίκαιο είναι να ανταμείβεται η συνεισφορά των φορέων αυτών στην επίτευξη της εφεύρεσης. Επί πλέον είναι συχνό το φαινόμενο της συνεργασίας περισσότερων ερευνητών, της ίδιας ή διαφορετικής ειδικότητας, σε ερευνητικά προγράμματα, τα οποία καταλήγουν στην επίτευξη εφευρετικής ιδέας. Δίκαιο είναι να ανταμείβεται το σύνολο των εφευρετών. Για τον προσδιορισμό του κομματιού της πίτας των δικαιωμάτων, που έχει το κάθε εμπλεκόμενο με την εφεύρεση μέρος, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη σχέσεις των φορέων αυτών με τους ερευνητές, των φορέων μεταξύ τους, αλλά και των εφευρετών μεταξύ τους. Ρυθμίσεις για εφευρέσεις που πραγματοποιήθηκαν από περισσότερους του ενός εφευρέτη και για εφευρέσεις εργαζομένων, υπάρχουν στο άρθρο 6 του νόμου 1733/1987. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, αν εφευρέτες έχουν συνεργαστεί μεταξύ τους, χωρίς χρηματοδότηση και αυτόνομα, για την επίτευξη μιας εφεύρεσης, οι εφευρέτες αυτοί είναι ελεύθεροι να συμφωνήσουν μεταξύ τους, τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούν το δικαίωμα πάνω στην εφεύρεσή τους. Μπορούν ν’ αποφασίσουν να μοιράσουν το περιουσιακό τους δικαίωμα σε μερίδια ανάλογα με τη συμβολή του καθενός στην επίτευξη της εφεύρεσης ή να συστήσουν και εταιρεία με σκοπό την εκμετάλλευση της εφεύρεσης αυτής. Σε περίπτωση που περισσότεροι πραγματοποίησαν την εφεύρεση από κοινού και δεν υπάρχει άλλη συμφωνία, το δικαίωμα πάνω στην εφεύρεση ανήκει, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 6, παρ.2), σε όλους εξ αδιαιρέτου, δηλαδή θα έχουν όλοι ίσα μερίδια πάνω σε αυτό. Τι ισχύει όμως στην περίπτωση, που οι εφευρέσεις, πραγματοποιούνται από έναν ή περισσότερους εργαζόμενους στα πλαίσια της εργασίας τους. Σε ποιόν ανήκει το δικαίωμα κατάθεσης της αίτησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ποιος είναι αυτός που θα έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσής του; Το θέμα του καθορισμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων γενικότερα αποτελεί έναν από τους πιο ευαίσθητους τομείς που το δίκαιο καλείται να ρυθμίσει.
|
||