Ελληνικές Ευρεσιτεχνίες

Πίσω

 

.

 

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι εφευρέσεις που πραγματοποιούνται από εργαζομένους διακρίνονται σε:

   
 

*       ελεύθερες εφευρέσεις,

*       υπηρεσιακές εφευρέσεις,

*       εξαρτημένες εφευρέσεις.

Σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 6 παρ.4), ο κανόνας είναι ότι η εφεύρεση που πραγματοποιείται από εργαζόμενο ανήκει σ’ αυτόν, είναι δηλαδή ελεύθερη εφεύρεση, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσιακή εφεύρεση, οπότε ανήκει εξ ολοκλήρου στον εργοδότη, είτε για εξαρτημένη, στην οποία δημιουργείται μια εκ του νόμου κοινωνία δικαιώματος στην εφεύρεση, η οποία ανήκει κατά ποσοστό 40% στον εργοδότη και κατά 60% στον εργαζόμενο.

Η υπηρεσιακή εφεύρεση

«Υπηρεσιακή εφεύρεση είναι το προϊόν συμβατικής σχέσης εργαζόμενου με εργοδότη για την ανάπτυξη εφευρετικής δράσης». Υπηρεσιακή είναι δηλαδή η εφεύρεση που πραγματοποιείται στα πλαίσια υποχρέωσης του εργαζόμενου.  Για να χαρακτηρισθεί η εφεύρεση ως υπηρεσιακή, θα πρέπει  αυτό να προκύπτει από τη σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.  Όταν ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί με την υποχρέωση να αναπτύξει εφευρετική δραστηριότητα, η εφεύρεση που θα προκύψει από τη δραστηριότητα αυτή θα είναι υπηρεσιακή.  Αλλά ακόμα κι όταν η υποχρέωση αυτή της εφευρετικής δραστηριότητας δεν αναφέρεται ρητά στη σύμβαση εργασίας, μπορεί να προκύπτει από τις αρχές της καλής πίστης. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί μια εφεύρεση ως υπηρεσιακή; Πρέπει να υπάρχει ενεργός σύμβαση εργασίας. Είναι αδιάφορο εάν η σύμβαση αφορά εξαρτημένη εργασία ή σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και εάν η σύμβαση αυτή είναι έγκυρη ή όχι (αρκεί η ύπαρξη σχέση εργασίας). Είναι επίσης  αδιάφορο εάν η σύμβαση είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Τέλος, είναι αδιάφορο εάν η εφεύρεση πραγματοποιήθηκε εντός ή εκτός ωραρίου εργασίας.

Για τις υπηρεσιακές εφευρέσεις ισχύει, ότι:

*       Η εφεύρεση ανήκει εκ του νόμου στον εργοδότη. Δηλαδή το δικαίωμα κατάθεσης για ΔΕ έχει ο εργοδότης.

*       Ο εργαζόμενος εφευρέτης διατηρεί το δικαίωμα να κατονομάζεται ως εφευρέτης.

*       Εάν η εφεύρεση είναι ιδιαίτερα επωφελής για τον εργοδότη, ο εφευρέτης δικαιούται μια πρόσθετη εύλογη αμοιβή.

Εξαρτημένη εφεύρεση

«Εξαρτημένη» είναι η εφεύρεση που πραγματοποιείται από εργαζόμενο με τη χρήση υλικών, μέσων ή πληροφοριών της επιχείρησης στην οποία εργάζεται. Στην ουσία, η εφεύρεση αυτή αποτελεί αποτέλεσμα της εφευρετικής δραστηριότητας του εργαζόμενου, που δεν εμπίπτει μέσα στις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας του με τον εργοδότη του. Το γεγονός όμως ότι ο εργαζόμενος χρησιμοποίησε τις εγκαταστάσεις, τα υλικά και μέσα ή τις πληροφορίες, που του παρείχε ο εργοδότης, δικαιολογούν μιαν «αποζημίωση» και «ανταμοιβή» του εργοδότη. Εάν δεν υπήρχε αυτή η «εισφορά» του εργοδότη στην ανάπτυξη της εφεύρεσης, αυτή θα ήταν μια ελεύθερη εφεύρεση.

Για να χαρακτηρισθεί μια εφεύρεση ως εξαρτημένη, πρέπει να υπάρχει ενεργός σύμβαση εργασίας, η εφεύρεση να μην είναι υπηρεσιακή, και η εφεύρεση να  πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας από τον εργαζόμενο με τη χρήση υλικών, μέσων ή πληροφοριών της επιχείρησης του εργοδότη.

Για τις εξαρτημένες εφευρέσεις ισχύει, ότι:

*       Η εφεύρεση ανήκει στον εργαζόμενο κατά 60% και στον εργοδότης κατά 40%.

*       Ο εφευρέτης έχει την υποχρέωση να ειδοποιήσει εγγράφως και χωρίς καθυστέρηση τον εργοδότη του για την πραγματοποίηση της εφεύρεσης.  Επί πλέον, ο εργαζόμενος πρέπει να παρέχει στον εργοδότη τα αναγκαία στοιχεία για την υποβολή από κοινού αίτησης χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ο νόμος δίνει χρονικό περιθώριο τεσσάρων μηνών στον εργοδότη να απαντήσει στην παραπάνω ειδοποίηση.

*       Αν ο εργοδότης δηλώσει εμπρόθεσμα ότι ενδιαφέρεται να προχωρήσει σε κοινή αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας μαζί με τον εργαζόμενο, τότε το δικαίωμα πάνω στην εφεύρεση καθίσταται κοινό κι ο εργοδότης αποκτά ποσοστό 40% πάνω στην εφεύρεση. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να εκμεταλλευτεί την κοινή εφεύρεση κατά προτεραιότητα, έναντι αμοιβής προς τον εφευρέτη, ανάλογης προς την οικονομική αξία της εφεύρεσης και τα κέρδη που αποφέρει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να παραχωρήσει σε τρίτον άδεια εκμετάλλευσης της εφεύρεσης, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί το ποσοστό του 60% επί του διπλώματος, και για την εκμετάλλευση αυτού του ποσοστού δικαιούται πρόσθετης αμοιβής από τον εργοδότη του.

*       Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν ο εργοδότης δεν δηλώσει εγγράφως σε τέσσερις μήνες ότι ενδιαφέρεται να προχωρήσει σε κοινή αίτηση, το δικαίωμα κατάθεσης αίτησης για χορήγηση ΔΕ ανήκει στον εργαζόμενο.

Επίσης η νομοθεσία προβλέπει, ότι σε περίπτωση που θίγονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε δικαιούχου πάνω σε εφεύρεση ή ευρεσιτεχνία, ο νόμος θέτει στη διάθεση του θιγόμενου δικαιούχου κάποια «νομικά όπλα», όπως την αγωγή διεκδίκησης της ευρεσιτεχνίας ή και την αγωγή ακυρότητας της ευρεσιτεχνίας.  Επίσης, σε κάθε περίπτωση ο εφευρέτης μπορεί να απαιτήσει από τον καταθέτη  την αναγραφή του πάνω στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ως εφευρέτη.

 

Εδώ σταματά ο νόμος την παρέμβασή του ως προς τον καθορισμό των δικαιούχων του δικαιώματος πάνω στην εφεύρεση και στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.  Όλα τα πρόσωπα, τα οποία σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, είναι δικαιούχοι του οικονομικού μέρους του δικαιώματος πάνω στην εφεύρεση (οι καταθέτες για τη διαδικασία ενώπιον του Ο.Β.Ι.), έχουν το δικαίωμα να μεταβιβάζουν ελεύθερα τόσο το δικαίωμά τους πάνω στην εφεύρεση, αλλά και την αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, καθώς και το ίδιο το δίπλωμα.