Το μοναστήρι της Γόλας


 

          Το μοναστήρι είναι κτισμένο στην ορεινή πλευρά ενός αντερείσματος που ενώνει τον Ταΰγετο με τα τελευταία προς την ανατολή προβούνια του. Ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα των Γοράνων. Το τοπωνύμιο είναι σλάβικο. Για να φτάσει κάποιος στη Γόλα με αυτοκίνητο από τη Σπάρτη, θα διανύσει μια απόσταση τριάντα χιλιομέτρων (Σπάρτη – Ξηροκάμπι – Καμίνια – Πολοβίτσα – Γοράνοι – Γόλα).  Βόρειά του η Κουμουστά, στενά δεμένη με τη μοίρα του μοναστηριού τα παλαιότερα χρόνια. Όλη η γύρω περιοχή είναι γεμάτη από καστανιές πεύκα και έλατα. Το κλίμα είναι υγιεινότατο και μάλιστα η περιοχή θεωρείτο ιδεώδης τόπος παραθερισμού.  Το μοναστήρι τιμάται επ' ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή του Πάσχα) .
          Τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες των τουρκοκρατούμενων περιοχών εγκαταλείπουν τις εστίες τούς και ανεβαίνουν στα βουνά. Εκεί δημιουργούν οικισμούς και αργότερα χωριά ολόκληρα. Μεταξύ των φυγάδων συγκαταλέγονται, όπως είναι φυσικό, και μοναχοί, οι οποίοι δεν λησμονούν τις θρησκευτικές τούς συνήθειες και ιδρύουν νέους χώρους λατρείας. Οι περισσότεροι ναοί θυμίζουν ονόματα γνωστών ναών της Κωνσταντινουπόλεως.  Όσον αφορά το μοναστήρι της Γόλας από κτιτορικές επιγραφές συμπεραίνουμε πως ο πάνσεπτος ναός αυτός κτίστηκε ή μάλλον ανακαινίστηκε καλύτερα το 1632. Από επιγραφή σε εντοιχισμένο μάρμαρο αντλούμε την πληροφορία ότι ο νάρθηκας, που φαίνεται να μην ταιριάζει με το υπόλοιπο του ναού κτίσμα, είναι μεταγενέστερος. Το μοναστήρι πέρασε δύσκολους καιρούς στα Ορλωφικά (1769-1780) με την εισβολή των Τουρκαλβανών. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης το μοναστήρι δεν καταστράφηκε από τις ορδές των Αράβων του Ιμπραήμ. Δε συνέβη, όμως, το ίδιο και με τα άλλα τρία γειτονικά μοναστήρια (Ζερμπίτσας, Κούμπαρη, Καταφυγιώτισσας).
          Όσον αφορά τις τοιχογραφίες της, ο ναός και ο νάρθηκας είναι κατάγραφοι με τοιχογραφίες που καλύπτουν με αρμονική πολυχρωμία όλες τις εσωτερικές επιφάνειές του. Οι περισσότερες από αυτές σώζονται σε πολλή καλή κατάσταση, ενώ άλλες, ιδίως του νάρθηκα, έχουν διαβρωθεί από την υγρασία και έχουν αποβεί σκοτεινές και ασαφείς από τα άλατα και τούς καπνούς των κεριών και του λιβανιού. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες το εικονογραφικό έργο του καθολικού δεν ανήκει στον ίδιο αγιογράφο, ούτε έγινε την ίδια χρονική περίοδο. Μία επιγραφή που σώζεται πάνω από την είσοδο μαρτυρεί πως οι τοιχογραφίες του ναού είναι έργα του Δημητρίου Κακαβά, που τελείωσαν τον Οκτώβριο του 1632, ενώ άλλη επιγραφή που σώζεται πάνω από την πύλη του νάρθηκα αναφέρει ότι ο νάρθηκας ιστορήθηκε το 1673. Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός αποτελεί η ύπαρξη τοιχογραφιών στο νάρθηκα που εικονίζουν μορφές αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων (Όμηρος, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Σίβυλλα, Πλούταρχος, Θουκυδίδης, Σόλων)


Αρχική