Για να δείτε τα κάλαντα Χριστουγέννων κάθε περιοχής, κάνετε κλικ
στην αντίστοιχη ονομασία στην παρακάτω εικόνα!
Κάλαντα Χριστουγέννων (Πανελλαδικά)
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρεται η φύσης όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,
το Δόξα εν υψίστης,
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται,
τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
χωρίς να λείψει ώρα.
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ,
με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθει ο Χριστός,
να πάν να τον ευρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσε,
ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχτηκε,
κι έγινε θηριώδης.
Διατί πολλά φοβήθηκε,
δια τη βασιλεία,
μην του τη πάρει ο Χριστός,
και χάσει την αξία.
Κράζει τους μάγους και ρωτά,
που ο Χριστός γεννάται,
εν Βηθλεέμ ηξέρομε,
ο συγγραφεύς διηγάται.
Τον είπε να υπάγουσι,
και όπου τον εβρούσιν,
αφού τον προσκυνήσουσιν,
να παν να του το πούσιν
Όπως υπάγει και αυτός,
για να τον προσκυνήσει,
με δόλο ως μισόθεος,
για να τον αφανήσει.
Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας,
και τον αστέρα βλέπουν,
φως θεϊκό κατέβαινε,
και με χαρά προστρέχουν.
Φτάνοντας εις το σπήλαιο,
βρίσκουν την Θεοτόκο,
και βάστα στας αγκάλας της,
τον Άγιον της Τόκο.
Γονατιστοί τον προσκυνούν,
και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα χρυσό και λίβανο,
θεό τον εφημίζουν.
Σμύρνα είναι νέος άνθρωπος,
χρυσό ως Βασιλέα,
και λίβανο νέος θεός,
σ’ όλη την ατμοσφαίρα.
Αφού τον προσκυνήσασιν,
ευθύς πάλι μισεύουν,
και τον Ηρώδη μελετούν,
να πάνε για να εύρουν.
Άγγελος εκ των ουρανών,
βγαίνει τους εμποδίζει,
από άλλην οδό να πορευτούν,
αυτός τους διορίζει.
Και πάλι άλλος Άγγελος,
τον Ιωσήφ προστάζει,
εις Αίγυπτο να πορευτεί,
και εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και την Μαριάμ,
μαζί με τον υιό της,
γιατί ο Ηρώδης εζητεί,
τον τόκο τον δικό της.
Μη βλέποντας ο Βασιλεύς,
τους μάγους να γυρίζουν,
στην Βηθλεέμ επρόσταξε,
παιδί να μην αφήσουν.
Χιλιάδες δεκατέσσερις,
σφάζουν σε μια ημέρα,
θρήνο κλαυθμό και οδυρμό,
είχε κάθε μητέρα.
Και επληρώθην το ρηθέν,
Προφήτου Ησαϊου,
ως και των άλλων προφητών,
και του Ιερεμίου.
Αιγαίο
Κάτω στα Ιεροσόλυμα,
στης Βηθλεέμ την πόλη,
εκεί δεντρί δεν ήτανε,
δεντρί ξεφανερώθη.
Κι ανάμεσα στους κλώνους του,
αγγέλοι κι αρχαγγέλοι,
κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος,
ξεφτερουγά και λέει.
Χριστέ, για δώσ’ μου τα κλειδιά,
και τα χρυσά κλειδάκια,
ν' ανοίξω τον παράδεισο,
να μπω σε περιβόλι.
Να κόψω μήλο δροσερό,
να πιω νερό δροσάτο,
να γείρω ν' αποκοιμηθώ,
σε νεραντζιά ‘πο κάτω.
Και σας καληνυχτίζουμε,
πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε,
κι ευθύς ως σηκωθείτε.
Στην εκκλησία να τρέξετε,
όλοι με προθυμίαν,
και του Χριστού να ακούσετε,
τη Θεία Λειτουργία.
Βυζαντινά κάλαντα (Κοτυωρών Πόντου)
Άναρχος
Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων
ευφραίνεσθε
Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον
Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω
τικτόμενον
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.
Δωδεκάνησα
Αυτή είναι η ημέρα,
όπου ήρθ’ o Λυτρωτής,
από Μαριάμ Μητέρα,
εκ Παρθένου γεννηθείς. (δις)
Άναρχος αρχήν λαμβάνει,
και σαρκούται ο Θεός,
ο Άγέννητος γεννάται
εις την φάτνην ταπεινός. (δις)
Όσοι έχετε στα ξένα,
να δεχθείτε με καλό,
και του χρόνου με υγεία
το Θεό παρακαλώ. (δις)
Ήπειρος
Ελάτε εδώ γειτόνισσες,
και εσείς γειτονοπούλες,
τα σπάργανα να φτιάξουμε,
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ. (δις)
Να πάμε να γυρίσουμε,
και βάγια να σκορπίσουμε,
να βρούμε και την Παναγιά,
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ. (δις)
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα,
γεννιέται μες στα λούλουδα,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ,
τα σπάργανα να φτιάξουμε,
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Καππαδοκία
Καλην εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη.
Εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει κι η φύσις όλη.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί, χωρίς να λείψη ώρα.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.
Και επληρώθη το ρηθέν, προφήτου Ησαΐου,
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου.
Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθήν ουκ ήθελεν, ότι αυτά ουκ έχει.
Ιδού όπως σας είπαμεν όλην τήν υμνωδίαν,
του Ιησού μας του Χριστού, γέννησιν την αγίαν.
Χρόνους πολλούς να χαίρεσθε, πάντα ευτυχισμένοι,
σωματικώς και ψυχικώς να είσθε πλουτισμένοι.
Κέρκυρα
Σήμερα οι μάγοι έρχονται,
στη χώρα του Ηρώδη.
Σήμερα οι μάγοι έρχονται,
στη χώρα του Ηρώδη.
Και ο Ηρώδης ταραχθείς,
έγινε θηριώδης.
Και ο Ηρώδης ταραχθείς,
έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους και ρωτά,
μάγοι πού θε να πάτε;
Κράζει τους μάγους και ρωτά,
μάγοι πού θε να πάτε;
Στης Βηθλεέμ το σπήλαιο,
την πόλη την Αγία.
Στης Βηθλεέμ το σπήλαιο,
την πόλη την Αγία.
Π’ εκεί γεννάει το Χριστό,
η Δέσποινα Μαρία.
Π’ εκεί γεννάει το Χριστό,
η Δέσποινα Μαρία.
Κρήτη
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρετ’ η φύσις όλη.
Εντός σπηλαίων τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα,
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα.
Aπου τον έχεις τον υιό το μοσχοκανακάρη,
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολείο τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι,
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Είπαμε δα για την κερά ας πούμε για τη βάγια,
άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι,
και κάτσε και ντουσούντισε ήντα θα μας εφέρεις.
Για απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι,
κι από τον πύρο του βουτσιού να πιούμε μια γεμάτη.
Κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
κι αν το ‘χει κάνει η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.
κι από το πιθαράκι σου λάδι ένα κουρουπάκι,
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο βαστούμε και τ' ασκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα,
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.
Κι αν είναι με το θέλημα άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξατε την πόρτα σας να πούμε καλημέρα.
Κυκλάδες
Για σένα κόρη όμορφη ήρθαμε να τα πούμε,
και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Αν έχεις κόρη όμορφη βάλε τη στο τσιμπίδι,
και κρέμασε την αψηλά να μην τη φαν οι ψύλλοι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε καράβια ‘ν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα να ‘ναι μαλαματένια.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Για σένα κόρη όμορφη ήρθαμε να τα πούμε,
και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Μακεδονία
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γιννιέτι. (δις)
Γιννιέται κι βαφτίζιτι,
στους ουρανούς απάνου. (δις)
Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι,
κι όλοι δοξολογιούντι. (δις)
Και τα δαιμόνια σκάζουνε,
και σκάζουν και πλαντάζουν. (δις)
Σε τούτο το σπίτι πού ‘ρθαμε,
μι μάρμαρου στρουμένου. (δις)
Πελοπόννησος
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε, δέτε, μάθετε,
πως ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι αναθρέφεται,
με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρων οι άρχοντες,
το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο,
το νίβονται οι κυράδες.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή,
κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου όταν στολίζεσαι,
να πας στην εκκλησιά σου,
Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο,
και το φεγγάρι αγκάλη,
και τον καθάριο αυγερινό,
τον βάζεις δακτυλίδι.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε,
να φάμε και να πιούμε,
παρά σας αγαπούσαμε,
κι ήρθαμε να σας δούμε.
Εδώ που τραγουδήσαμε,
πέτρα να μη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού,
πολλούς χρόνους να ζήσει.
Δώστε μας και τον κόκορα,
δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πέντ’ έξι αυγά,
να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Πόντος
Χριστός γεννέθεν, χαρά σ'όν κόσμον,
α, καλή ώρα καλήν ημέραν,
α, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν,
οψε γεννέθεν, ουρανεστάθεν.
Τον εγέννησεν η Παναΐα,
τον ανέσταισεν Αειπαρθένος,
εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν,
εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.
Έρπαξαν ατόν οι σκύλ’ Εβραίοι,
σκύλ’ Εβραίοι και μιλ’ Εβραίοι,
ας σ’ αρκρεντικά κι ασ’ σην καρδίαν,
γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι εφάνθεν.
Όπου έσταξεν εμυροστάθεν,
εμυρισ' ατόν ο κόσμον όλον,
α, μυρίσ’ ατόν κι εσύ αφέντα,
εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.
Διάβα σ'ο ταρέζ κι έλα σην πόρτα,
έξω στέκνε τα παλικάρια,
έβγαλ’ τον κισέ και δώσ’ παράδας,
έξω στέκνε τα παλικάρια.
Και θυμίζνε σ'ον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Σάμος
Σένα σου πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκια να κοιμάσαι,
να πίνεις, να δροσίζεσαι και πάλι αφέντης να ‘σαι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν’ αρματώσεις,
και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και τού χρόνου να σας πούμε. (δις)
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε τση κυράς μας.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά μαυροματούσα,
πω ‘χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρια στήθη,
και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμπανοφρύδι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλτην νά μας κεράσει,
να της φχηθούμε όλοι μας, ν’ ασπρίσει, να γεράσει.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Κι αν έχεις γιο στα γράμματα, βάλτονε στο ψαλτήρι,
να τ’ αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Σμύρνη
Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων.
Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα,
κερά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία,
έχεις και κόρην έμορφη που δεν έχει ιστορία.
Μήδε στην πόλη βρίσκεσαι, μήδε στην Καισαρεία,
έχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν εις το ψαλτήρι,
να τον ‘ξιώσει και ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
Χίος
Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννάται,
γεννάται κι ανατρέφεται με μέλιν και με γάλα.
Το μέλιν τρων οι άρχοντες και το κερίν οι άγιοι,
και το μελισσοβότανον το τρων’ οι αρχοντάδες.
Τούτες οι μέρες εύχουνε, τούτες οι εβδομάδες,
όπου ‘χει ξένον κράζει τον κι οπού δικόν καλεί τον,
κι οπού ‘χει άντρα στην ξενιτιά γραφή του στέλνει να ‘ρτει.
Άντε γραφή μου κι εύρε τον και πιάσ’ τον αφ το χέριν,
και πε του πως τον χαιρετά το γκαρδιακό του ταίριν.
Και πε του πως ειμ’ άρρωστη, βαριά αρρωστημένη,
και στο βαρύ ξενιτεμό δεν ήμουν μαθημένη.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η κτίσης όλη.
Εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Ιδού όπου σας είπαμεν με πασάν προθυμίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Δότε κι εμάς τον κόπον μας, οτ’ είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Αν είστε απ’ τους πλούσιους φλωριά μην τα λυπάστε,
αν είστε από τους δεύτερους ξηντάρες και ζολότες,
κι αν είστε απ’ τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζομεν, πέστε να κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε, πάλι να σηκωθείτε.
Στην εκκλησία να τρέξετε με άκραν προθυμίαν,
και του θεού ν’ ακούσετε την Θείαν λειτουργία.
Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, να ειστ’ ευτυχισμένοι,
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι.
Αστυπάλαια
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
εβγάτε, δείτε, μάθετε που ο Χριστός γεννάται
γεννάται και ανατρέφεται με μέλι και με γάλα
το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες
Κι ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα
και δώστε μας απ' το χρυσό που ‘χουνε τα πουγγιά σας
εάν είστε από τους πλούσιους φλουριά μη λυπηθείτε
κι εάν είστε από τους δεύτερους ένα ζευγάρι κότες
Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνο πάρετε κι ευθύς να σηκωθείτε
στην εκκλησία τρέξετε με όλη προθυμία
και του θεού ν' ακούσετε τη θεία λειτουργία
Κύπρος
Καλήν εσπέραν άρκοντες τζι' αν εν ο ορισμός σας
Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ' αρκοντικό σας
Γριστός γεννιέται σήμερον στην Βηθλεέμ την πόλιν
οι Ουρανοί αγάλλονται μαζί κι' η φύσις όλη
Γεννιέται μεσ' το σπήλαιο στην πάγνην των αλόγων
ο Βασιλιάς των Ουρανών τζι' ο πλάστην ημών όλων
Αντζιέλοι εις τους ουρανούς ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαί κάτω φανερώνεται εις τους βοσκούς ο κτίστης
Που την Περσίαν έρκουνται τρεις μάγοι με τα δώρα
τζι' έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγά στη χώραν
Κοζάνη
Καλημέρα, χρονς πολλούς
Κόλιαντα, μπάμπουμ, κόλιαντα κι εμένα κουλιαντίνα
κι αν δεν έχεις κόλιαντα δος μας ένα σιτζιούκι
κι αν δεν έχεις κι σιτζιούκι δος μας ένα κουρίτσι
Και τι του θελς μπρε μασκαρά του θκο μου του κουρίτσι
Να του φιλώ, να του τσιμπώ, να ζισταν του βράδυ
Θράκη
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλικάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας, κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους, τους ιεράρχες.
Σεις αρχάγγελοι και ιεράρχες,
στη Σμύρνη πηγαίνετε, μαμές να φέρτε.
Αγία Μαρίνα, Αγία Κατερίνα,
στη Σμύρνη πάνε, μαμές να φέρουν.
Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν,
η Παναγιά μας ελυτρώθει.
Στην κούνια το ‘βάλαν και το κουνούσαν,
και το κουνούσαν, το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει, σα νιό φεγγάρι,
σα νιό φεγγάρι, το παλικάρι.
Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του,
με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του.
Δυτική Θράκη
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η
Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε τους Αρχαγγέλους, τους Ιεράρχες
Σεις Αρχαγγέλοι, σεις Ιεράρχες, να πα να φέρτε μύρο και μόσχο.
Κι οι Αρχαγγέλοι, για μύρο πάνε κι οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν
Κι ώσπου να πάνε, ώσπου να έρθουν, η Παναγιά μας ξελευτερώθκη.
Χριστός γεννιέτι χαρά στουν κόσμο, χαρά στον κόσμο στα παλληκάρια»
Βόρεια Θράκη
«Δεν ακούς Περιστερούδα μου, ήρθα
στο μαχαλά σου,
ν’ ερ’ κι μαχαλάς σου ξύπνησε κι εσύ βαριά κοιμάσαι.
Ξύπνα να πας στην εκκλησιά, βαρούνε οι καμπάνες
ν’ ερ’ Χριστός, γεννιέται σήμερα κι είναι γιορτή μεγάλη.
Κυρά μ’ καλή, κυρά μ’ χρυσή, κυρά μ’ μαλαματένια
ν’ ερ’ κυρά μου πώχεις τον υγιό, τον πολλακανακάρη.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει
ν΄ ερ΄κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει»
Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης
"΄Πόψε Χριστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το νιώθει
κι ο κόσμος και τα οικούμενα κι ο βασιλιάς Ηρώδης
Κι εκεί που ακούμπησε ο Χριστός, χρυσό δεντράκι βγήκε
Χρυσό δεντρί, χρυσό κλωνί, χρυσό μαργαριτάρι
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, τα κλώνια οι αποστόλοι
Και τα γαρουφαλλάκια του ήταν οι προφητάδες
Που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Κι εμείς Χριστόν εψάλλαμε, Χριστός να μας φυλάει
Όσ’ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα τα δεντράκια
Τόσα καλά να δωσ’ η Θιός σ’ αυτό το νοικοκύρη"
Όλυμπος Καρπάθου
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι
ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση να μπω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βυθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσιν το Δόξα εν υψίστοις,
Και τούτο άξιον εστίν η των ποιμένων πίστις
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
¶στρον λαμπρόν τους οδηγείς χωρίς να λείψει ώρα,
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτούσιν
Που εγεννήθη ο Χριστός, να παν’ να τον ευρούσι
Δια Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,
Αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης,
Διότι πολλά φοβήθηκε δια την βασιλείαν
Μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν….»
Αίγινα
«Καλημέρα, καλημέρα και πάντα
καλημέρα
να τον καλημερήσουμε αυτόν τον νιον αφέντη
αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε βαστούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε παρακαλούν αφέντη καβαλλάρη
εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
κοιμάται κύμα το φλουρί και κύμα το λογάρι
και στον αφρό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης.
Τονε ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
Τονε ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μη μεθύσει
Εσένα πρέπει αφέντη μου στα πεύκα να κοιμάσαι,
Με βελουδένιο πάπλωμα να μην κρυολογάσαι
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα καρυδένια
Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια
Και πάλι ξαναπρέπει σου στις λίρες να καθίζεις
Με το ΄να χέρι να μετράς, με τα’ άλλο να δανείζεις
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
Δώστε μας και δυο τρεις κλωτσιές να φύγομ’ απ’ την πόρτα.»
Σέρρες
Τι φως και χρώμα κι όμορφα να σκορπίζει τ'αστέρι
Όπου στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει
Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τα άλλα τα αστέρια θα έβλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
Κι από τη ζήλεια θα έτρεμαν . . .
Αστέρι σε ποια χώρα,
Του απέραντου σου ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα?
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου ?
Η μήπως εις' αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου
Δεν κατεβαίν' η λάμψη σου κι εδώ στα χρώματά μας?
Για όλα τα άστρα αλλοίμονο!
Δεν είναι η ματιά μας!
|