Η φωτιά
Στην εποχή μας που έχουμε τα μέσα να ανάβουμε κάθε είδους φωτιά, δεν μπορούμε να φανταστούμε πόση σημασία είχε η έλλειψη της φωτιάς στους πανάρχαιους προγόνους μας, τους πρώτους ανθρώπους. Η τροφή τους ήταν οι άγριοι καρποί και το ωμό κρέας. Δεν ήξεραν τι σημαίνει μαγείρεμα, γιατί δεν ήξεραν να ανάβουν φωτιά για να ψήσουν έστω και ένα ψωμί. Επιπλέον, κάθε φορά που έβρεχε κατακλυσμιαία και άρχιζε το δυνατό κρύο, ξεπάγιαζαν πάνω στα δέντρα, όπου σκαρφάλωναν να κοιμηθούν, ή μέσα στις σπηλιές, όπου κατέφευγαν για να προφυλαχθούν.
Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πώς «ανακαλύφθηκε» η φωτιά και, πολύ περισσότερο, ποιος την ανακάλυψε πρώτος. Ίσως κάποτε να έπεσε κάποιος κεραυνός πάνω σε ένα δέντρο που πήρε φωτιά. Και ίσως να έτυχε εκεί κοντά κάποιος πρωτόγονος άνθρωπος που ένιωσε τη ζέστη της φωτιάς και του άρεσε. Αλλά το δέντρο σιγά σιγά έσβηνε. Άλλος κεραυνός δεν έπεφτε για να ανάψει καινούρια φωτιά. Τότε, αυτός ο πρωτόγονος άνθρωπος σκέφτηκε να ρίξει μερικά ξύλα πάνω στο δέντρο που καιγόταν, για να δυναμώσει τη φωτιά. Και έπειτα πάλι θα έριξε και άλλα ξύλα και θα έβαλε και τους άλλους της φυλής του να ρίχνουν κάθε τόσο ξύλα, για να μη σβήσει ποτέ εκείνη η φωτιά που σκόρπιζε τόση θαλπωρή.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο Προμηθέας είχε ανέβει στον Όλυμπο, είχε κλέψει έναν κεραυνό από το Δία και έτσι έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους. Αυτός ο μύθος μπορεί να συμβολίζει την ανακάλυψη της φωτιάς από κάποιον κεραυνό.
Αλλά για να διατηρηθεί αυτή η πρώτη φωτιά, έπρεπε να της ρίχνουν κι άλλα ξύλα διαρκώς. Και μπορεί κάποιος από τη φυλή να ξεχνούσε να ρίξει ξύλα ή μπορούσε να πιάσει κατακλυσμιαία βροχή και η φωτιά να σβήσει. Έπρεπε τότε να περιμένουν να πέσει καινούριος κεραυνός, για να έχουν φωτιά…
Αλλά οι πανάρχαιοι εκείνοι άνθρωποι είχαν αρχίσει να σκέφτονται. Και ίσως κάποιος από αυτούς να πέταξε κάποτε μια πέτρα, για να χτυπήσει ένα αγρίμι κι η πέτρα να χτύπησε σε βράχο και από το χτύπημα αυτό να τινάχτηκε σπινθήρας. Και ίσως αυτό να του έκανε εντύπωση και να ξανάριξε την πέτρα στο βράχο, επίτηδες αυτή τη φορά, και παρατήρησε πως ο σπινθήρας ξαναβγήκε. Και τότε ίσως να δοκίμασε δέκα, είκοσι, εκατό φορές να βγάλει σπινθήρες χτυπώντας ένα βράχο με μια πέτρα κι ίσως να σκέφτηκε να μαζέψει τριγύρω φρύγανα που πήραν φωτιά από τους σπινθήρες.
Άρα ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε βρει τρόπο να ανάβει μόνος του φωτιά όποτε ήθελε, χωρίς να είναι αναγκασμένος να περιμένει πότε θα πέσει κεραυνός σε κάποιο δέντρο.
Αυτή η πρώτη, σημαντική ανακάλυψη της φωτιάς ούτε από έναν άνθρωπο μονάχα έγινε ούτε μόνο σε έναν τόπο. Πολλοί πρωτόγονοι άνθρωποι, σε τόπους διαφορετικούς, θα ανακάλυψαν τη φωτιά κι από τόπο σε τόπο κι από φυλή σε φυλή αυτή η γνώση διαδόθηκε.
Έπειτα, κάποτε, κάποιο κομμάτι κρέας θα έπεσε τυχαία πάνω στη φωτιά και ο πρωτόγονος άνθρωπος θα το βρήκε πολύ πιο νόστιμο από το ωμό. Έτσι, από τότε θα άρχισε να ψήνει το κυνήγι του.
Η δυνατή φωτιά φόβιζε τα αγρίμια. Αυτό θα το πρόσεξαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι και θα άρχισαν να ανάβουν κάθε βράδυ δυνατές φωτιές μπροστά στις σπηλιές, όπου κρύβονταν για να προφυλαχθούν και γνωρίζοντας πως τα αγρίμια δεν θα έμπαιναν μέσα για να τους κατασπαράξουν.