|
Πηγές |
|
Α. Πωλητήριο έγγραφο 1750 – Σεπτεβρίου – 15 Την σήμερο φανερώνω και ομολογώ εγώ ο Νικολάκης Πετράκ κος από χωρίον Κουμουστά πως μου εφάνη καλό και πούλησα τη ν ελέα όπου είχα από του πατέρα μου σύνορο εις της Καλογερ[…] από κάτω στου Νήφου στην απάνω μερέα στην Αραδαρέα και την ε πούλησα […] Μαλινάδες … Από το αρχείο της Μονής Ζερμπίτσας Λακωνίας
Β. Ευχάριστες διηγήσεις Τ’ αποφάσισε κάποτε ο γύφτος (σιδεράς) ν’ αλλάξει τέχνη. Πούλησε το σφυρί, τ’ αμόνι και όλα τα άλλα σύνεργά του και αγόρασε πρόβατα. Θα δοκιμάσω πώς ζει και ο άλλος κόσμος είπε και έγινε τσοπάνος. Όσο ήταν καλοκαίρι, τα περνούσε λεβεντιά εκεί πάνω στα βουνίσια λιβάδια. Πήγαινε κοντά στα πρόβατα, έτρωγε το γάλα κι έπινε το κρύο νεράκι του. Μα, όταν ήρθε ο χειμώνας, ζόρισαν τα πράγματα. Τρύπωνε δω κι εκεί στα απάγγεια. Πού να ξεμυτήσει να πάει στα πρόβατα! Τι κάνεις έτσι, ρε σιδερά; του έλεγαν. Αυτός απαντούσε: Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα. Πούλησε τέλος τα πρόβατα. Πήρε τα λεφτά και ξαναγόρασε τα σφυριά και τ’ αμόνι. Αλλάζει μαθές ο γύφτος; Κι έμεινε από τότε η παροιμία. Δημητρίου Λουκάτου, Λαϊκός βίος, Ι.Ε.Ε., τ.ΙΑ, σ.287
Γ. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς Όταν ήρθε η ώρα η Πόλη να τουρκέψει και μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έτρεξε ο βασιλιάς μας καβάλα στ’ άλογό του να τους εμποδίσει. […] χιλιάδες τον έβαλαν στη μέση κι εκείνος χτυπούσε κι έκοβε με το σπαθί του. Τότε σκοτώθη τ’ άλογό του κι έπεσε κι αυτός. Κι εκεί που ένας Αράπης σήκωσε το σπαθί του να χτυπήσει το βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να ’ρθει πάλι ο άγγελος να τον σηκώσει. Οι Τούρκοι το ξέρουν καλά αυτό, μα δεν μπορούν να βρουν τη σπηλιά που είναι ο βασιλιάς. Γι’ αυτό έχτισαν την πόρτα που ξέρουν πως απ’ αυτή θα μπει ο βασιλιάς, για να τους πάρει πίσω την Πόλη. Μα, όταν είναι το θέλημα θεού, θα κατεβεί ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώσει και θα του δώσει στο χέρι το σπαθί, που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθεί ο βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη από τη Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, θα τους διώξει ως την Κόκκινη Μηλιά. […] Νικολάου Πολίτη, Παραδόσεις, τ.Α, αριθμ.33
Δ. Ποντιακός θρήνος για την άλωση της Πόλης Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία πάρθεν. Η Ρωμανία κι αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. Ελληνικά δημοτικά τραγούδια – Εκλογή, Ακαδημία Αθηνών, 1926, τ.Α, σ.127
Ε. Η Γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου Φουρτούνα σηκώνουν και τα παραπονεμένα δάκρυα της Γοργόνας, όταν θα τύχει να συναπαντήσει κάποιο καράβι και να το ρωτήσει για το βασιλιά Αλέξαντρο, αν ζει ακόμη, κι εκείνο της απαντήσει πως είναι καιρός πολύς που πέθανε. «-Ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!» απαντούν οι προνοητικοί ναύτες. «-Όχι , κυρά μου, είναι πολύς καιρός, που πέθανε!» ασύνετα απαντούν οι επιπόλαιοι. Και τότε τα πονεμένα δάκρυα της Γοργόνας πέφτουν στη θάλασσα και άγρια ξεσηκώνουν κύματα. Δε γλυτώνει τότε το καράβι. Κωνσταντίνου Ρωμαίου, Επιστροφή στις ρίζες, σ.259 (από το βιβλίο «Λόγια της πλώρης» του Ανδρέα Καρκαβίτσα)
ΣΤ. Το κρυφό σχολειό Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζον δια την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν […] εν ελλείψει δε διδασκάλου ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους. Φωτάκου (Φώτιου Χρυσανθόπουλου – υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, σ.46
Ζ. Φεγγαράκι μου λαμπρό Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, του θεού τα πράματα. Δημοτικό τραγούδι
Η. Μαθήματα στα μοναστήρια Χωρίς καμία οργάνωση, χωρίς καμία δαπάνη, χωρίς άλλα μέσα τα παιδιά – λίγα, όχι όλα – πήγαιναν στο γειτονικό μοναστήρι, όπου αυτό ήταν δυνατόν και όπου υπήρχαν μοναστήρια με πρόθυμους καλογέρους να διδάξουν στοιχειωδώς την αλφάβητο και τους αριθμούς, ώστε να μπορούν τα παιδιά να διαβάζουν και να λογαριάζουν. Τάσου Α. Γριτσόπουλου, Το κρυφό σχολειό, σσ.36-37 (διασκευή)
|