|
Η μάχη του Μαραθώνος
490 π.Χ.
Το 492 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε τον γαμπρό του
Μαρδόνιο, με ένα μεγάλο στρατό και στόλο σε εκστρατεία στην Θράκη, για να
αποκαταστήσει την εξουσία του και με απώτερο σκοπό αργότερα να καταλάβει
την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο στόλος, ο οποίος ακολουθούσε τον στρατό της ξηράς από
κοντά, καταστράφηκε σε μια θαλασσοταραχή, στην χερσόνησο του όρους Άθω.
Τριακόσια πλοία χάθηκαν στην καταιγίδα και 20,000 άνδρες πνίγηκαν. Αμέσως μετά,
ο Μαρδόνιος πληγώθηκε, όταν μια Θρακική φυλή, οι Βρυγοί, επιτέθηκαν στον
στρατό του κατά την διάρκεια μια νύχτας. Με τις δυνάμεις του εξασθενημένες, ο
Μαρδόνιος επέστρεψε στην Περσία.
Η αποτυχία της εκστρατείας δεν αποθάρρυνε τον Δαρείο και αμέσως ξεκίνησε τις
προετοιμασίες για μια μεγαλύτερη. Έστειλε πρέσβεις σε όλες τις Ελληνικές πόλεις,
ζητώντας να δώσουν "Γην και ύδωρ", το σύμβολο της υποταγής. Όλα τα
Ελληνικά νησιά και πολλές από τις Ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν. Η Αθήνα και η
Σπάρτη ένοιωσαν τόσο μεγάλη ταπείνωση, ώστε η πρώτη πέταξε τους πρέσβεις στο
Βάραθρο, μια βαθιά σχισμή στα τείχη της Ακροπόλεως και η δεύτερη σε ένα πηγάδι,
για να βρουν εκεί την γη και το ύδωρ.
Την άνοιξη του 490 π.Χ., ο Δαρείος συγκέντρωσε στην Κιλικία ένα μεγάλο στρατό,
και συγχρόνως ετοίμασε ένα στόλο με εξακόσια πλοία. Ο στρατηγοί του, Δάτις
και Αρταφέρνης, είχαν πάρει οδηγίες να υποτάξουν τις πόλεις που είχαν
αρνηθεί να δώσουν γη και ύδωρ, ιδιαιτέρως την Αθήνα και την Ερέτρια.
Αρχικά έπλευσαν στην Σάμο και από εκεί στην Νάξο, το νησί που είχε απωθήσει ένα
μεγάλο Περσικό στόλο, δέκα χρόνια πριν. Οι κάτοικοι της Νάξου έφυγαν από τις
πόλεις, οι οποίες κάηκαν από τους Πέρσες. Όλα τα άλλα νησιά υποτάχθηκαν και ο
στόλος έπλευσε στη Ερέτρια, όπου και συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Επί έξι μέρες
οι κάτοικοι της Ερέτριας πολέμησαν ηρωικά, αλλά την εβδόμη ημέρα, οι πύλες
άνοιξαν από δύο Ερετριείς προδότες και οι δύο εξέχοντες πολίτες. Η πόλη
λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς, οι δε κάτοικοι της αλυσοδέθηκαν.
Μετά από μερικές ημέρες, ο Δάτις πέρασε στην Αττική, στρατοπεδεύοντας στην
πεδιάδα του Μαραθώνα. Η τοποθεσία είχε διαλεχτεί από τον Ιππία, τον γιο του
Πεισίστρατου, ο οποίος ακολουθούσε τους Πέρσες. Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι
μαθαίνοντας τα νέα για την πτώση της Ερέτριας, έστειλαν το Φειδιππίδη
στην Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια. Ο Φειδιππίδης, ταχυδρόμος εξ'
επαγγέλματος, έκανε την απόσταση των 240 χιλιομέτρων με τα πόδια, μόνο σε 48
ώρες. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, αλλά ζήτησαν χρόνο, επειδή
δεν είχε γίνει ακόμη πανσέληνος (χρειαζόταν ακόμα μια βδομάδα), ένας νόμος της
Σπάρτης, ο οποίος τους απαγόρευε να εκστρατεύουν κατά την διάρκεια αυτών των
ημερών.
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τον Περσικό στρατό
στον Μαραθώνα, είχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα της Αυλώνος, πλησίον του ναού
του Ηρακλή και παρακολουθούσαν από κοντά τις κινήσεις του εχθρού. Όταν έλαβαν τα
νέα από τον Φειδιππίδη,
οι Αθηναίοι στρατηγοί ήταν διχασμένοι, ως προς το σχέδιο που
έπρεπε να ακολουθήσουν. Πέντε από τους στρατηγούς ήθελαν να εμπλακούν αμέσως με
τον Περσικό στρατό, μεταξύ αυτών ο Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής και Αριστείδης, ενώ οι
άλλοι πέντε αρνούντο να δώσουν μάχη μέχρις ότου θα έφθανε ο στρατός των
Σπαρτιατών. Ο στρατηγός Μιλτιάδης, ο οποίος ανήκε στην ομάδα των στρατηγών οι
οποίοι ήθελαν να δώσουν αμέσως μάχη, έπεισε τον πολέμαρχο Καλλίμαχο, να ψηφίσει
για μάχη. Ο Αθηναϊκός στρατός αριθμούσε σε 10,000 βαριά οπλισμένους στρατιώτες,
χωρίς να έχει σημαντική δύναμη ελαφρά οπλισμένων ανδρών, ιππικό ή τοξότες. Χωρίς
να το περιμένουν, η πόλη των Πλαταιών υποχρεωμένοι για την βοήθεια που τους
είχαν δώσει οι Αθηναίοι στον πόλεμο εναντίον της Θήβας, έστειλε προς βοήθεια όλο
τον στρατό της, που αποτελείτο από 1000 οπλίτες. Ο Περσικός στρατός ο οποίος
αριθμούσε περισσότερο από 120,000 στρατιώτες (σύμφωνα με άλλους 50,000), είχε
στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από την ακτή.
Αποφασίστηκε ότι, εάν οι Πέρσες βάδιζαν εναντίον της Αθήνας ή επιβίβαζαν στρατό
στα πλοία, θα τους επιτίθεντο αμέσως.
Αφού περίμεναν οκτώ ολόκληρες ημέρες, την 17η ημέρα του Σεπτεμβρίου, το
490 π.Χ., οι Πέρσες άρχισαν να επιβιβάζουν στρατιώτες στα πλοία για να πλεύσουν
στην απροστάτευτη πόλη των Αθηναίων. Ο Μιλτιάδης αμέσως διέταξε να ετοιμασθούν
για μάχη. Επειδή δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να καλύψουν το μήκος του
Περσικού στρατού αποφάσισε να ενισχύσει τις πτέρυγες και άφησε το κέντρο
ασθενές, με μόνο λίγες γραμμές. Η δεξιά πτέρυγα ήταν υπό την αρχηγία του
πολέμαρχου Καλλίμαχου και στην αριστερή πτέρυγα είχαν πάρει θέση οι Πλαταιείς.
Για να αποφύγουν οι Έλληνες τα αμέτρητα βέλη των Περσών, αποφασίστηκε η φάλαγγα
των Ελλήνων, λίγο πριν από την απόσταση των διακοσίων μέτρων από τον εχθρό, να
τρέξει ταχέως για να μην εκτεθεί στα βέλη τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και
να πέσουν στον εχθρό με την μεγαλύτερη δυνατή ορμή. Όταν ο Μιλτιάδης έδωσε
το σύνθημα της άμεσης επιθέσεως, οι Αθηναίοι όρμησαν προς τον εχθρό τρέχοντας.
Με την πολεμική τους κραυγή, "Ελελέυ! Ελελέυ!", έπεσαν πάνω στους
ξαφνιασμένους Πέρσες, οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι στην σώμα με σώμα μάχη.
Μετά από μακρά και σκληρή μάχη, οι Πέρσες νίκησαν στο κέντρο, όπου είχαν
τοποθετήσει τον καλύτερο στρατό τους. Αλλά οι Αθηναίοι, στην δεξιά και αριστερή
πτέρυγα κατατρόπωσαν τον εχθρό και ενώνοντας το δεξιό και αριστερό τμήμα,
επιτέθηκαν στο κέντρο. Η επίθεση των Αθηναίων είχε τέτοιο ολέθριο για τον εχθρό
αποτέλεσμα, ώστε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι Πέρσες οπισθοχώρησαν στα πλοία
τους με μεγάλες απώλειες, αφήνοντας πίσω τις σκηνές τους. Στην παραλία, μια
λυσσώδης και πολύωρη μάχη πήρε μέρος, κατά την οποία οι Έλληνες προσπάθησαν να
εμποδίσουν την Περσική φυγή προς τα πλοία. Οι Πέρσες που κατέφυγαν στους
βάλτους, σφαγιάστηκαν όλοι.
Αμέσως μετά την μάχη, ένα Αθηναίος οπλίτης με τα άρματα του, έτρεξε στην Αθήνα
(την απόσταση των 35 χιλιομέτρων) να φέρει τα ευχάριστα νέα στους κατοίκους.
Πέρασε από το βουνό του Υμηττού και μετά από τον λόφο του Λυκαβηττού και δια
μέσου της Ακροπόλεως, έφθασε στην Αγορά. Υψώνοντας την ασπίδα του, φώναξε "Νενικήκαμε"
και πέφτοντας κάτω, ξεψύχησε.
Στην μάχη, οι Πέρσες έχασαν 6,400 άνδρες και επτά από τα πλοία τους κατελήφθησαν
και από την πλευρά των Αθηναίων 192 άνδρες σκοτώθηκαν, ανάμεσα τους ο πολέμαρχος
Καλλίμαχος και ο Στησίλαος, ένας από τους δέκα στρατηγούς. Την δεύτερη
μέρα μετά την μάχη, 2,000 Σπαρτιάτες ήλθαν στην Αθήνα, βαδίζοντας 240 χιλιόμετρα
σε μόνο τρεις μέρες. Μαθαίνοντας ότι η μάχη είχε γίνει, επισκέφθηκαν τον
Μαραθώνα και αφού επιθεώρησαν το πεδίο της μάχης, όπου χιλιάδες νεκροί Πέρσες
κείτονταν στο έδαφος, επέστρεψαν στην Σπάρτη, επαινώντας την ανδρεία των
Αθηναίων.
Οι 192 Αθηναίοι που έχασαν την ζωή τους, ετάφησαν στο πεδίο της μάχης και ένα
τύμβος δώδεκα μέτρων υψώθηκε από πάνω τους. Τα ονόματα τους ανεγράφησαν
επάνω σε δέκα κολώνες, μία για την κάθε φυλή. Σε πέτρα από άσπρο μάρμαρο,
τοποθετημένη επάνω στον τύμβο, ήταν χαραγμένη η επιγραφή του ποιητή Σιμωνίδη:
"Ελλήνων
προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν".
Δύο άλλοι τύμβοι υψώθηκαν, ένας για τους πεσόντες των Πλαταιών και ένας άλλος
για τους δούλους. Από την λεία του Περσικού στρατοπέδου, οι Αθηναίοι πρόσφεραν
το ένα δέκατο στην θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη και έκτισαν το
θησαυροφυλάκιο των Αθηναίων στους Δελφούς. Ένα μέρος της λείας εδόθη στην πόλη των Πλαταιών και από αυτήν
αργότερα ο Φειδίας κατασκεύασε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
Στην μάχη του Μαραθώνος πολέμησε ο τραγικός ποιητής Αισχύλος και ο
αδελφός του Κυνέγειρος, ο οποίος σκοτώθηκε στην μάχη δείχνοντας μεγάλο
ηρωισμό. Προσπαθώντας να κρατήσει ένα Περσικό πλοίο από την πρύμνη, του έκοψαν
το χέρι με ένα τσεκούρι. Ο Αισχύλος που πληγώθηκε βαριά, θεώρησε την συμμετοχή
του στην μάχη του Μαραθώνος, ως την μεγαλύτερη τιμή της ζωής του, όπως και ήταν
γραμμένο στην επιτάφιο στήλη του.
Κατά την διάρκεια της μάχης του Μαραθώνος, ένα παράξενο γεγονός συνέβη στον
Αθηναίο οπλίτη Επίζηλο, γιο του Κουφαγόρα, ο οποίος έχασε το φως
του και δεν το ξαναβρήκε ποτέ, αν και δεν έλαβε κανένα χτύπημα ή τραύμα. Όπως
έλεγε αργότερα ο ίδιος, ένα πελώριος στρατιώτης εμφανίσθηκε μπροστά του, του
οποίου τα γένια έκρυβαν όλη την ασπίδα του και αυτό το φάντασμα σκότωνε τους
εχθρούς γύρω του. Εκείνη την στιγμή πέρασε από το μυαλό του, ότι ίσως ήταν θεός,
το δε λαμπερό φως της αρματωσιάς του, ήταν αυτό που τον τύφλωσε.
Οι Αθηναίοι οι οποίοι είχαν παρατηρήσει προς το τέλος της μάχης, ότι κάποιος
έδινε σήματα με την ασπίδα του από την κορυφή του βουνού της Πεντέλης,
φοβούμενοι ότι ένας προδότης έστελνε μήνυμα στον εχθρό για να καταλάβουν την
πόλη, έφυγαν ταχέως για να υπερασπίσουν την απροστάτευτη Αθήνα αφήνοντας πίσω
τις φυλές του Θεμιστοκλή και Αριστείδη, που είχαν δοκιμασθεί στην μάχη,
πολεμώντας στο κέντρο της παρατάξεως. Κουρασμένοι από την μάχη στην ζεστή μέρα
του Σεπτεμβρίου, έφθασαν σε επτά ώρες στο νότιο μέρος του τείχους και
στρατοπέδευσαν στον ναό του Ηρακλή, στις Κυνοσάργες. Οι Πέρσες, οι οποίοι
είχαν εισέλθει στο Φαληρικό κόλπο, όταν τους είδαν να έρχονται, έπλευσαν για την
Ασία.
490 - 480 π.Χ.
Η
αποτυχημένη Περσική εκστρατεία, έκανε τον Δαρείο περισσότερο αποφασισμένο να
καταλάβει την Ελλάδα. Επί τρία χρόνια, μετά την μάχη του Μαραθώνος, προετοίμαζε
ένα μεγάλο στρατό, αλλά η εξέγερση που ξέσπασε στην Αίγυπτο ανέβαλε τις
προετοιμασίες και το 485 π.Χ. πέθανε. Ο γιος του, Ξέρξης, από την
μεγαλύτερη κόρη του Κύρου, την Αττόσα, τον διαδέχθηκε στον θρόνο.
Μέσα σε ένα χρόνο, κατέπνιξε την επανάσταση στην Αίγυπτο και αμέσως άρχισε τις
προετοιμασίες για εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος, σε μεγάλη κλίμακα. Επί
τέσσαρα χρόνια, συγκέντρωνε προμήθειες όλων των ειδών και στρατό στις πεδιάδες
της Καππαδοκίας και έχτιζε αποθήκες τροφίμων κατά μήκος της παραλίας στην Θράκη.
Για να αποφύγει τους επικίνδυνους ανέμους της χερσονήσου, που κατέστρεψαν τον
στόλο του το 492 π.Χ., άνοιξε ένα κανάλι στην Χαλκιδική, βορείως του όρους Άθως,
αρκετά μεγάλο για να περάσουν δύο τριήρεις. Έκτισε επίσης μια γέφυρα στον
ποταμό Στρυμόνα. Στο μεταξύ, Αιγύπτιοι και Φοίνικες μηχανικοί κατασκεύασαν μια
γέφυρα στον Ελλήσποντο, κοντά στην Άβυδο, όπου η απόσταση των ακτών είναι
περίπου ενάμισι χιλιόμετρο. Η γέφυρα κατασκευάσθηκε από παλιά πλοία και
κρατιόταν με πελώρια σχοινιά. Αργότερα καταστράφηκε από μια μεγάλη τρικυμία και
ο Ξέρξης διέταξε να κοπούν τα κεφάλια εκείνων που ήταν υπεύθυνοι για την
κατασκευή της και να μαστιγώσουν τον ανυπότακτο Ελλήσποντο τριακόσιες φορές. Δύο
καινούργιες γέφυρες κατασκευάσθηκαν από Έλληνες μηχανικούς χρησιμοποιώντας 674
πλοία, η μία δίπλα στην άλλη, μία για τον στρατό και η άλλη για τα ζώα και τις
αποσκευές. Οι γέφυρες ακουμπούσαν πάνω σε μια σειρά από αγκυροβολημένα πλοία,
που ήταν δεμένα με πελώρια παλαμάρια, κατασκευασμένα από λινάρι και πάπυρο.
Στην Ελλάδα, η Αθήνα και η Αίγινα μετά την μάχη του Μαραθώνος άνοιξαν καινούργιο
πόλεμο, ο οποίος κράτησε εννέα περίπου χρόνια. Η Αίγινα ήταν μια από τις
ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις τον καιρό εκείνο και τα πλοία της λεηλατούσαν τα
Αττικά παράλια. Όταν ένα πλούσιο στρώμα από ασήμι ανακαλύφθηκε στην Μαρώνεια,
στο Λαύριο, έγινε πρόταση για τα χρήματα που περίσσεψαν (πάνω από εκατό
τάλαντα), να διανεμηθούν στους Αθηναίους πολίτες. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε και
έπεισε τους Αθηναίους να χρησιμοποιήσουν το πλεόνασμα για να φτιάξουν στόλο που
θα βοηθούσε κυρίως στον ακήρυκτο πόλεμο με την Αίγινα (498 π.Χ.), αλλά χωρίς
καμία αμφιβολία από φόβο, για την επερχόμενη Περσική εκστρατεία. Μέσα σε δύο
χρόνια, η Αθήνα είχε ένα στόλο με περισσότερες από 200 τριήρεις.
Όταν η Αίγινα έδωσε "γην και ύδωρ", οι Αθηναίοι ζήτησαν την μεσολάβηση
της Σπάρτης, κατηγορώντας τους Αιγινήτες, ότι είχαν προδώσει την Ελλάδα. Ο
βασιλιάς Κλεομένης έπιασε δέκα διακεκριμένους Αιγινίτες πολίτες και τους έστειλε
στην Αθήνα, ως όμηρους. Μετά το επεισόδιο αυτό, η Αίγινα έβαλε τέλος στις
εχθροπραξίες με την Αθήνα, η οποία άρχιζε να προετοιμάζεται για την αναμενόμενη
Περσική εκστρατεία.
Στην Ελλάδα, τα νέα για την επερχόμενη Περσική εκστρατεία ήταν γνωστά από καιρό.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδος οι πόλεις ενώθηκαν υπό την αρχηγία της
Σπάρτης και ενώ ο Ξέρξης περνούσε τον χειμώνα στις Σάρδεις, οι Ελληνικές πόλεις
κάλεσαν συμβούλιο και συναντήθηκαν στην Κόρινθο (481 π.Χ.). Μπροστά στον μεγάλο
κίνδυνο, έκαναν προσπάθεια να ενώσουν όλες τις πόλεις κάτω από μια συμμαχία για
την υπεράσπιση της πατρίδος. Αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που ο Ξέρξης είχε
εμπνεύσει σε πολλές από αυτές, που η προσπάθεια απέτυχε. Όπως και να έχει, το
συμβούλιο αποδείχθηκε προσοδοφόρο συμφιλιώνοντας τις πόλεις, κυρίως την Αθήνα
και Αίγινα. Το στρατηγικό σχέδιο των Ελλήνων, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία
ήταν έργο του Θεμιστοκλή, ήταν να νικήσουν τον Περσικό στόλο σε ναυμαχία, με την
ελπίδα ότι ο στρατός της ξηράς θα απεσύρετο χωρίς ανεφοδιασμό και
υποστήριξη. Η πρόταση της Σπάρτης να πολεμήσουν τους Πέρσες στον Ισθμό της
Κορίνθου, δεν έγινε δεκτή, γιατί όλες οι βόρειες Ελληνικές πόλεις θα Μηδούσαν,
και έτσι αποφασίσθηκε ότι το μόνο μέρος που θα μπορούσαν να αμυνθούν ήταν οι
Θερμοπύλες. Ο Ελληνικός στόλος, ο οποίος αποτελείτο από 300 τριήρεις, ήταν
αγκυροβολημένος στο Αρτεμίσιο, στα βόρεια της Εύβοιας, όπου η θεά Άρτεμης είχε
το ιερό της, απέναντι από τον Παγασητικό κόλπο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον
Περσικό στόλο.
Στην Αθήνα οι ηγήτορες Αριστείδης και Θεμιστοκλής μάλωναν από καιρό για την
πορεία που θα έπρεπε η πόλη τους να ακολουθήσει. Ο Αριστείδης, ένας άνδρας
ικανός αλλά χωρίς μεγάλη διορατικότητα, φημισμένος για την τιμιότητα και
δικαιοσύνη του, πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να κρατήσει τα αρχαία Αθηναϊκά ήθη
και έθιμα, αποφεύγοντας να γίνει ναυτική δύναμη. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος ήταν
μεγαλοφυΐα, ήταν της γνώμης ότι η Αθήνα έπρεπε να κατασκευάσει στόλο και να
γίνει ναυτική δύναμη. Ο Θεμιστοκλής με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να
εξορίσει τους αντιπάλους του, τον ένα μετά τον άλλο. Ο Ίππαρχος εξορίστηκε το
487 π.Χ., ο Ξάνθιππος το 484 π.Χ. και ο Αριστείδης το 482 π.Χ. Για να έχει
στα χέρια του την δύναμη της εξουσίας και επειδή απαγορευόταν να εκλεγεί
επώνυμος άρχων για δεύτερη φορά, έπεισε τους Αθηναίους να αλλάξουν το πολίτευμα,
αφαιρώντας την εκτελεστική δύναμη από τον επώνυμο άρχοντα. Την εξουσία ανέλαβαν
οι δέκα στρατηγοί των φυλών, οι οποίοι μπορούσαν να επανεκλεγούν.
|
|