ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ |
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας
480 π.Χ.
Ο
Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο, όταν έλαβε πληροφορίες για τον μεγάλο αριθμό του
Περσικού στόλου, άφησε το πόστο του και έπλευσε στα στενά του Ευρίπου, ανάμεσα
στην Εύβοια και Βοιωτία.
Ο Περσικός στόλος, αφού έπλευσε νότια στον Θερμαϊκό
κόλπο, έφθασε στο νησί της Σκιάθου και αγκυροβόλησε στις Σέπιας, κατά μήκος της
ακτής της Μαγνησίας. Ο τεράστιος αυτός στόλος αποτελείτο από 200 Αιγυπτιακές
τριήρεις, 150 Κυπριακές, 300 από την Φοινίκη και Παλαιστίνη, 100 πλοία είχαν
προσφέρει οι Ιωνικές πόλεις, 100 η Κυλικεία, 100 από τον Ελλήσποντο και τα
υπόλοιπα από πολλές άλλες πόλεις. Το σύνολο του Περσικού στόλου ήταν 1207 πλοία,
υποστηριζόμενος από άλλα 3000 μικρότερα πλοιάρια. Οι μάχιμοι άνδρες στις
τριήρεις ήταν περίπου 36,000 και με τους κωπηλάτες 240,000. Οι Έλληνες, κατά
μήκος των ακτών της Θράκης και των νήσων, συνεισέφεραν 120 πλοία.
Όταν ο Περσικός στόλος αγκυροβόλησε στα παράλια της Μαγνησίας, μια τρομερή
θύελλα, η οποία κράτησε για τρεις μέρες, κατέστρεψε 400 πλοία και σχεδόν όλα από
τα μικρότερα πλοιάρια. Αυτό το συμβάν έδωσε θάρρος στον Ελληνικό στόλο και
επέστρεψε στον Αρτεμίσιο. Όταν η καταιγίδα πέρασε, ο Περσικός στόλος έπλευσε
γύρω από τον Παγασητικό κόλπο και αγκυροβόλησε στην Αφέτη. Δεκαπέντε πλοία, τα
οποία είχαν παραμείνει πίσω και είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, νομίζοντας
ότι ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο ήταν δικός τους, όταν πλησίασαν
αιχμαλωτίσθηκαν. Αλλά όταν ο Περσικός στόλος τους πλησίασε, οι Έλληνες βλέποντας
τον μεγάλο αριθμό των Περσικών πλοίων ήθελαν να φύγουν από την περιοχή. Με
δυσκολία οι Ευβοιείς, οι οποίοι μετέφεραν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους,
τους έπεισαν να παραμείνουν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό εκεί.
Οι Πέρσες απέστειλαν αμέσως 200 πλοία, τα οποία έπλευσαν γύρω από την Εύβοια,
για να καταλάβουν τον Εύριπο, ακριβώς πίσω από τον Ελληνικό στόλο και να
εμποδίσουν την διαφυγή τους. Οι Έλληνες, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν για την Περσική
κίνηση από τον έξοχο δύτη Σκυλλία της Σκιώνος, αποφάσισαν να αποπλεύσουν
κατά την διάρκεια της νύχτας στον Εύριπο, για να τα αντιμετωπίσουν. Αλλά το
απόγευμα έγινε αλλαγή στο σχέδιο και επετέθησαν στο κύριο σώμα του Περσικού
στόλου. Η μάχη κράτησε αρκετές ώρες και οι Έλληνες συνέλαβαν 30 Περσικά πλοία,
ενώ οι Πέρσες κατέλαβαν μόνο ένα Λιμναίο. Κατά την διάρκεια της νύχτας, οι
Πέρσες είχαν άλλη μια κακοτυχία. Μια σφοδρή θύελλα κατέστρεψε τα 200 πλοία που
είχαν σταλεί στον Εύριπο και έπλεαν στα επικίνδυνα παράλια, της περιοχής
Τρύπες. Πολλά πλοία από το κύριο σώμα του στόλου επίσης καταστράφηκαν, αλλά
αυτό δεν εμπόδισε τους Πέρσες να δώσουν και άλλη μάχη, δύο μέρες αργότερα. Μια
μέρα πριν από την μάχη, 53 Αθηναϊκές τριήρεις ήλθαν και ενώθηκαν με τον Ελληνικό
στόλο. Η ναυμαχία ήταν σκληρή και κράτησε ολόκληρη την ημέρα, με απώλειες
μεγάλες και από τις δύο πλευρές. Όταν ήλθαν τα νέα, ότι οι Θερμοπύλες έπεσαν
στους Πέρσες, τα Ελληνικά πλοία έπλευσαν για την Σαλαμίνα.
Αν και οι ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο δεν ήταν νικηφόρες, έδωσαν θάρρος και ελπίδα
στους Έλληνες, οι οποίοι πίστεψαν, ότι κάτω από καλύτερες συνθήκες, θα μπορούσαν
να νικήσουν τους Πέρσες στην θάλασσα. Ο κόλπος της Σαλαμίνας, όπου ο Ελληνικός
στόλος έπλευσε, ήταν μια καλά διαλεγμένη τοποθεσία για να πολεμήσουν τον εχθρό,
γιατί στα στενά του κόλπου, το πλεονέκτημα που είχαν οι Πέρσες σε αριθμό πλοίων,
εκμηδενίζονταν. Ο στόλος προστάτευε επίσης την μεταφορά των πολιτών από την
Αττική, οι οποίοι έφευγαν από τα σπίτια τους για την Αίγινα, την Τροιζηνία και
την Σαλαμίνα. Εν όψει του άμεσου κινδύνου επετράπη η επιστροφή των εξόριστων
Αθηναίων, που μεταξύ αυτών ήταν ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος.
Στο μεταξύ, ο Ξέρξης είχε φθάσει στην Αθήνα και περικύκλωσε την Ακρόπολη. Ένα
μέρος του στρατού στρατοπέδευσε στον Άρειο Πάγο, από όπου έριχναν αναμμένα βέλη,
καίγοντας τις ξύλινες οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Οι λιγοστοί υπερασπιστές του
θείου βράχου δεν παραδόθηκαν και όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα
τείχη, έριχναν πελώριους βράχους πάνω τους. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Ακρόπολη,
όταν βρήκαν ένα απροστάτευτο σημείο, κοντά στον ναό της Αγλαύρου. Ένα μικρό σώμα
ανέβηκε στον βράχο, μπήκε στην Ακρόπολη και άνοιξε τις πύλες στον Περσικό
στρατό. Οι Αθηναίοι υπερασπιστές σφαγιάστηκαν ή έπεσαν από τα τείχη. Όλα τα
κτίρια και οι ναοί της Ακροπόλεως λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Οι Αθηναίοι
εξόριστοι, που πήγαν στην Ακρόπολη την επόμενη ημέρα για να προσφέρουν θυσία,
είδαν με έκπληξη το ιερό δένδρο της ελιάς, το οποίο είχε καεί ολοσχερώς, να έχει
πετάξει ένα καινούργιο βλαστάρι, περίπου τριάντα εκατοστά.
Από τα πλοία και από το νησί της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι Έλληνες
έβλεπαν την πόλη της Αθήνας τυλιγμένη στις φλόγες. Πολλοί έχασαν το κουράγιο
τους από το θέαμα και ήθελαν να οπισθοχωρήσουν στον Ισθμό.
Ο
Ελληνικός στόλος αποτελείτο από 180 Αθηναϊκά πλοία, 40 Κορινθιακά, 30 Αιγινίτικα,
20 των Μεγαρέων, 20 των Χαλκιδέων, 16 των Λακεδαιμονίων, 15 των Σικυωνίων, 10
της Επιδαύρου, 7 της Ερέτριας, 7 της Keos, 5 των Τροιζηνίων, 4 της Νάξου, 3 της
Ερμιόνης, 2 της Στυρέας, 1 της Κύνθου, 1 του Κρότωνα και μερικά πλοία με πενήντα
κωπηλάτες. (Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το σύνολο ήταν 366 πλοία, ενώ ο Αισχύλος
αναφέρει μόνο 310).
Ο Περσικός στόλος τώρα δεν είχε λιγότερα από 900 πλοία. Τα πλοία που είχαν
καταστραφεί στην καταιγίδα και στις ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, είχαν αναπληρωθεί
μερικώς από τις παράλιες πόλεις της βορείου Ελλάδος και τα νησιά.
Στο Περσικό συμβούλιο, ο Ξέρξης ρώτησε τους στρατηγούς του, εάν θα έπρεπε να
δώσουν μάχη. Όλοι απάντησαν καταφατικά, εκτός από την Αρτεμισία, την
βασίλισσα της Αλικαρνασσού, της Καρίας, η οποία είπε στον Ξέρξη, ότι εάν δεν
έδιναν μάχη, οι Έλληνες θα διέλυαν τον στόλο τους και γι αυτό δεν θα έπρεπε να
επιτεθούν, διακινδυνεύοντας όχι μόνο τον στόλο, αλλά και το στρατό της ξηράς.
Πρότεινε αντί για ναυμαχία, να εισβάλλουν με τον στρατό και να καταλάβουν την
Πελοπόννησο. Αν και ο Ξέρξης επευφήμησε την γνώμη της, προτίμησε την πλειοψηφία
των στρατηγών του και έδωσε διαταγή για επίθεση την επόμενη ημέρα.
Στο πρώτο Ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, οι Πελοποννήσιοι στρατηγοί, ιδιαιτέρως ο
Κορίνθιος ναύαρχος, Αδείμαντος, είχαν αντίθετη γνώμη με τις προτάσεις του
Θεμιστοκλή, να μείνουν κα να δώσουν μάχη στα στενά, φοβούμενοι ότι κινδύνευαν να
αιχμαλωτισθούν. Τα επιχειρήματα τους ήταν ότι, αν ο στόλος έπλεε στον Ισθμό της
Κορίνθου, θα επικοινωνούσαν καλύτερα με τις χερσαίες δυνάμεις και θα μπορούσαν
να προστατεύσουν τις πόλεις της Πελοποννήσου που δεν είχαν καταληφθεί. Μάταια ο
Θεμιστοκλής προσπαθούσε να τους πείσει και στην ψηφοφορία η πλειοψηφία διάλεξε
να οπισθοχωρήσουν, αλλά ήταν νύχτα και αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι το πρωί.
Όταν ο Θεμιστοκλής γύρισε από το συμβούλιο στο πλοίο του, ο φίλος του
Μνησίφιλος μαθαίνοντας τις αποφάσεις που πήρε το συμβούλιο, του είπε: "Τότε
Θεμιστοκλή, όλα έχουν χαθεί. Θα διαλυθούν και ο Ευρυβιάδης θα είναι ανήμπορος να
τους συγκρατήσει. Πήγαινε και προσπάθησε να τον πείσεις, να δώσει μάχη εδώ."
Ο Θεμιστοκλής αμέσως, μετά από τα λόγια αυτά, πήγε και βρήκε τον Ευρυβιάδη στο
πλοίο του και τον έπεισε να καλέσει επείγον νυχτερινό συμβούλιο. Στην
συγκέντρωση, δεν περίμενε τον Ευρυβιάδη να μιλήσει για τους λόγους της ξαφνικής
συναντήσεως και πήρε τον λόγο. Ήταν τότε που ο Κορίνθιος ναύαρχος πρόσβαλε τον
Θεμιστοκλή, λέγοντας του με δυνατή φωνή: "Θεμιστοκλή, αυτοί που ξεκινούν στα
δημόσια αγωνίσματα πρώτοι, πριν να δοθεί η εκκίνησης, μαστιγώνονται". Ο
Θεμιστοκλής προσβεβλημένος του απάντησε: "Πολύ σωστά, αλλά εκείνοι που μένουν
πίσω, δεν φορούν το στεφάνι της νίκης". Ο Θεμιστοκλής τότε άρχισε να εξηγεί
τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να μείνουν κα να δώσουν μάχη στην Σαλαμίνα.
Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι σε αυτήν την συνάντηση ο Ευρυβιάδης που θύμωσε με τα
λόγια του Θεμιστοκλή, σήκωσε την ράβδο του να τον χτυπήσει. Ο Θεμιστοκλής τότε
του είπε: "Άκουσον μεν, πάταξον δε" και συνέχισε να εξηγεί τους κινδύνους
που θα αντιμετώπιζαν, εάν δεν μάχονταν στα στενά και έπλεαν στον Ισθμό. Πρώτον,
θα έχαναν την Σαλαμίνα, την Αίγινα και τα Μέγαρα και έτσι θα έφερναν τους Πέρσες
στην Πελοπόννησο. Δεύτερον, θα ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν στην ανοιχτή
θάλασσα, χωρίς να έχουν καμία ελπίδα να κερδίσουν την μάχη. Τους υπενθύμισε
επίσης, ότι πολλές Αθηναϊκές οικογένειες στην Σαλαμίνα θα έμεναν απροστάτευτες.
Όταν τελείωσε, ο ναύαρχος Αδείμαντος είπε στον Ευρυβιάδη να σταματήσει να ακούει
έναν άνδρα, ο οποίος δεν έχει πατρίδα. Ο Θεμιστοκλής, με μεγάλη οργή του είπε
τότε, ότι οι Αθηναίοι είχαν 200 τριήρεις, με τις οποίες θα μπορούσαν να
μεταφέρουν τις Αθηναϊκές οικογένειες και να εγκατασταθούν στην Σίρι της Ιταλίας.
Αυτά τα λόγια είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και ο Ευρυβιάδης αποφάσισε να
παραμείνουν και να πολεμήσουν στην Σαλαμίνα, χωρίς να γίνει καμία ψηφοφορία. Μια
τριήρης εστάλη στην Αίγινα για να εμψυχώσει το ηθικό του στόλου, φέρνοντας τα
αγάλματα και τις εικόνες του Αιακού και των απογόνων του, τους ήρωες Τελαμώνα
και Αίαντα.
Την επόμενη ημέρα, υπακούοντας στις διαταγές του Ευρυβιάδη, οι τριηραρχείς
άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία για επίθεση. Αλλά ήταν τέτοια η δυσαρέσκεια
μεταξύ τους ώστε ζήτησαν να συγκαλέσει και τρίτο συμβούλιο. Μετά από μακρές
διαπραγματεύσεις, στις οποίες ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να τους πείσει, έστειλε
τον έμπιστο υπηρέτη του, τον Σίκινο, τον δάσκαλο των παιδιών του, ο
οποίος μιλούσε την Περσική γλώσσα, στον Ξέρξη, να τον πληροφορήσει, ότι οι
Έλληνες διαφωνούσαν και ήταν έτοιμοι να φύγουν με τα πλοία τους από την Σαλαμίνα
και ότι μπορούσε να τους αποκλείσει και να κερδίσει μια εύκολη νίκη. Το
συμβούλιο κράτησε μέχρι αργά την νύχτα, όταν ο Θεμιστοκλής έλαβε ένα μήνυμα, ότι
κάποιος τον ζητούσε. Ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αίγινα.
Αφού χαιρετήθηκαν, ο Αριστείδης είπε του Θεμιστοκλή ότι οι Πέρσες είχαν
περικυκλώσει την Σαλαμίνα και ήταν αδύνατο για τον στόλο να οπισθοχωρήσει. Ο
Θεμιστοκλής τότε του είπε να το κρατήσει μυστικό και ότι αυτός ήταν υπεύθυνος
για τον αποκλεισμό του Ελληνικού στόλου και του ζήτησε να ανακοινώσει τα νέα στο
συμβούλιο. Ο Αριστείδης εξήγησε στο συμβούλιο, ότι ολόκληρο το νησί ήταν
περικυκλωμένο από τον Περσικό στόλο και ότι ήταν χάρις στο σκοτάδι της νύχτας,
που το μικρό πλοίο του κατόρθωσε να περάσει απαρατήρητο ανάμεσα από τις εχθρικές
γραμμές.
Στο μεταξύ, ο Περσικός στόλος που είχε αγκυροβολήσει προηγουμένως στο Φάληρο, με
διαταγή του Ξέρξη, είχε περικυκλώσει την Σαλαμίνα. Ολόκληρη η Αιγυπτιακή ναυτική
δύναμη των 200 πλοίων έπλευσε και έκλεισε τα στενά μεταξύ της Σαλαμίνας και των
Μεγάρων. Ο υπόλοιπος στόλος απέκλεισε τα στενά της Σαλαμίνας και της Αττικής. Οι
Πέρσες επίσης αποβίβασαν δυνάμεις στο μικρό νησί της Ψυτάλλειας, η οποία
ευρίσκεται στο στόμιο των στενών, απέναντι της Κυνόσουρας, της Σαλαμίνας.
Ένας θρόνος είχε ετοιμασθεί στις παρυφές του όρους
Αιγάλεω για τον Ξέρξη, απέναντι στο νησί της Σαλαμίνας, για να παρακολουθήσει
την ναυμαχία.
Τα χαράματα της 29ης Σεπτεμβρίου, του 480 π.Χ., τα Περσικά πλοία, με τα
Φοινικικά να προπορεύονται και τα Ιωνικά να ακολουθούν από πίσω, κινήθηκαν σε
τρεις γραμμές μέσα στα στενά, προς την μεριά της Αττικής και σχηματίζοντας μια
μακρά σειρά από τρία πλοία, πήραν θέση για μάχη. Τα Ελληνικά πλοία, τα οποία
είχαν αγκυροβολήσει στην Σαλαμίνα το βράδυ, ήταν επίσης έτοιμα με ξεκούραστα
πληρώματα, που είχαν κοιμηθεί στην στεριά. Οι Αθηναίοι πήραν μέρος στην
αριστερή πτέρυγα, απέναντι από τους Φοίνικες, οι Αιγινίτες και οι Ευβοιείς ήταν
στο κέντρο και οι Λακεδαιμόνιοι και οι άλλοι Πελοποννήσιοι στα δεξιά, απέναντι
από τους Ίωνες. Λίγα λεπτά πριν να αρχίσει η μάχη, η τριήρης που είχε σταλεί
στην Αίγινα, επέστρεψε και πήρε θέση. Υπήρχε ένας μικρός κυματισμός στα στενά
εκείνη την ώρα και οι Έλληνες ναυτικοί, που ήξεραν το ρεύμα και είχαν πιο βαριά
πλοία, αν και το ίδιο ευέλικτα όπως τα Περσικά, είχαν καθαρό πλεονέκτημα.
Όταν με το πρώτο φως της ημέρας δόθηκε το σύνθημα από τις σάλπιγγες, οι Έλληνες
άρχισαν να τραγουδούν δυνατά τον πολεμικό τους παιάνα "Απόλλων, σωτήρα θεέ"
και κινήθηκαν να εμπλακούν με τον εχθρό. Αλλά μετά από λίγο, σταμάτησαν και
άρχισαν να κωπηλατούν προς τα πίσω. Εκείνη την στιγμή, μια γιγαντιαία υπερφυσική
γυναικεία φιγούρα λέγεται ότι εμφανίσθηκε από επάνω τους, φωνάζοντας με μια
δυνατή φωνή, που ακούστηκε από όλον το στόλο: "κακόμοιροι άνθρωποι, έως πότε
θα οπισθοχωρείτε?". Όταν τα Περσικά πλοία άρχισαν να πλησιάζουν σε
ημικυκλικό σχηματισμό, οι ενθουσιασμένοι Έλληνες κινήθηκαν ξανά προς τα εμπρός.
Το πρώτο έναυσμα της μάχης έγινε όταν μια Ελληνική τριήρης όρμησε μπροστά και
εμβόλισε ένα Φοινικικό πλοίο. Αυτό έγινε αιτία για άλλες Ελληνικές τριήρεις να
έλθουν προς βοήθεια της και έτσι ξεκίνησε η μάχη. Οι Αιγινήτες αργότερα
διεκδίκησαν, ότι ήταν η δική τους τριήρης, την οποία είχαν στείλει να φέρει τις
εικόνες του Αιακού και των απογόνων του, που άρχισε την μάχη. Στα στενά της
Σαλαμίνας, τα Ελληνικά πλοία είχαν μεγαλύτερη ευελιξία και ήταν γρηγορότερα στην
επίθεση. Οι Έλληνες μάχονταν με τάξη, χωρίς καμία σύγχυση, ενώ οι Πέρσες, αν και
πολεμούσαν γενναία, κάτω από την εποπτεία του Ξέρξη, δεν είχαν κανένα τακτικό
σχέδιο. Όταν οι Φοίνικες πλησίασαν, οι Αθηναίοι κινήθηκαν και επετέθησαν στα
πλευρά τους, αποκόπτοντας τους από τον υπόλοιπο στόλο και οδηγώντας τους στις
ακτές της Αττικής. Μετά από σκληρή μάχη, τα Περσικά πλοία πανικοβλήθηκαν και
γύρισαν πίσω, πέφτοντας επάνω στα δικά τους, εμβολίζοντας τα, με τα χάλκινα
έμβολα τους.
Ο Θεμιστοκλής άρπαξε την ευκαιρία και έδωσε διαταγή στην τριήρη του να επιτεθεί
στην Περσική ναυαρχίδα, η οποία ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Αραβίγνη,
αδελφού του Ξέρξη. Άλλα όμως πλοία που προστάτευαν την ναυαρχίδα, προσπάθησαν να
τον περικυκλώσουν. Ο τριήραρχος Αμεινίας, αδελφός του τραγικού ποιητή
Αισχύλου και του ήρωα του Μαραθώνος Κυναίγειρου, που είδε τον κίνδυνο της
τριήρεως του Θεμιστοκλή, όρμησε να βοηθήσει και με την πρύμνη του πλοίου του
κτύπησε τα πλευρά της Περσικής ναυαρχίδας και την εμβόλισε. Ο Αραβίγνης τότε
έδωσε εντολή να αποβιβασθούν στο πλοίο του Αμεινία και πήδησε πρώτος μέσα, αλλά
σκοτώθηκε από τα βέλη. Το σώμα του αργότερα το πήρε η Αρτεμισία και το έδωσε
στον Ξέρξη.
Το πλοίο της βασίλισσας Αρτεμισίας, η οποία ήταν επικηρυγμένη από τους Έλληνες
για δέκα χιλιάδες δραχμές, κυνηγημένο από μια Αθηναϊκή τριήρη, υπό την αρχηγία
του Αμεινία, βλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διαφύγει, έπεσε πάνω σε
ένα συμμαχικό πλοίο από την Καρία και το βύθισε. Οι Αθηναίοι μετά από αυτό το
γεγονός, σταμάτησαν την καταδίωξη, νομίζοντας ότι το πλοίο ήταν με το μέρος
τους. Ο Ξέρξης που παρατήρησε το συμβάν, πληροφορούμενος ότι το πλοίο που
βυθίστηκε ήταν Ελληνικό, είπε για την Αρτεμισία: "Οι άνδρες μου έχουν γίνει
γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες".
Όταν οι Αθηναϊκές τριήρεις καταδίωκαν τα Περσικά πλοία, προκαλώντας μεγάλη
καταστροφή, οι Αιγινίτες, οι οποίοι μετά την μάχη πήραν το πρώτο έπαθλο σε
γενναιότητα (οι Αθηναίοι πήραν το δεύτερο), βγήκαν έξω στην ανοικτή θάλασσα
καταστρέφοντας εκείνα τα πλοία που ξέφευγαν από τους Αθηναίους. Με το
ηλιοβασίλεμα τα στενά της Σαλαμίνος είχαν γεμίσει από συντρίμμια, όταν ο
Αριστείδης με ένα σώμα οπλιτών, αποβιβάστηκε στη Ψυτάλλεια σκοτώνοντας όλους του
Πέρσες στρατιώτες που ήταν εκεί. Είχε βραδιάσει όταν η μάχη τελείωσε, με τον
Περσικό στόλο μερικώς καταστρεμμένο ή αχρηστεμένο. Οι Έλληνες έχασαν 40
τριήρεις, οι δε Πέρσες 200 πλοία και γύρω στους 50,000 στρατιώτες.
Αν και οι Πέρσες ηττήθηκαν, οι χερσαίες τους δυνάμεις ήταν στην Αττική και ο
στόλος τους ήταν ακόμη ισχυρός. Ο Πέρσης μονάρχης μέσα στην οργή του, μετά την
μάχη αποκεφάλισε μερικούς Φοίνικες, τους οποίους θεώρησε υπεύθυνους για το
χάσιμο της μάχης. Ο Φοινικικός στόλος μετά από αυτό το επεισόδιο, φοβούμενος την
οργή του Ξέρξη απεχώρησε την νύχτα από το Φάληρο και έπλευσε για την χώρα του. Ο
Ξέρξης πλέον, ο οποίος δεν μπορούσε να εμπιστευθεί στην ικανότητα του στόλου του
να προστατεύσει την επιστροφή του στην Ασία και φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα
προσπαθούσαν να καταστρέψουν την γέφυρα του Ελλησπόντου, διέταξε τα καλύτερα
τμήματα του στρατού του να αποβιβασθούν από τα πλοία και να βαδίσουν γρήγορα
στον Ελλήσποντο, για να προστατεύσουν την γέφυρα. Συγχρόνως διέταξε τον στόλο να
αποπλεύσει από το Φάληρο για την Ασία. Όταν οι Έλληνες είδαν τον Περσικό στόλο
να φεύγει από τον Φάληρο, τους ακολούθησαν μέχρι το νησί της Άνδρου. Ο
Θεμιστοκλής, ο οποίος ανυπομονούσε να δει τον Περσικό στρατό να εγκαταλείπει την
Αττική, έστειλε και δεύτερο μήνυμα με τον Σίκινο στον Ξέρξη, λέγοντας του ότι ο
Θεμιστοκλής από προσωπική φιλία γι αυτόν εμπόδισε τους Έλληνες, που ήθελαν να
καταστρέψουν την γέφυρα του Ελλησπόντου.
Ο Μαρδόνιος στο μεταξύ, είχε καταπραΰνει τον θυμό του Ξέρξη, λέγοντας του ότι
παρόλα αυτά, είχε κατορθώσει να κατακτήσει την Ελλάδα, να κάψει την Αθήνα και
την Ερέτρια και να νικήσει τον καλύτερο στρατό της Ελλάδος, στις Θερμοπύλες.
Αυτά είπε στον Ξέρξη ο Μαρδόνιος, προτείνοντας να τον αφήσει να μείνει στην
Ελλάδα με 300,000 στρατό, για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της. Ο Ξέρξης αφού
συμβουλεύτηκε την Αρτεμισία, αποδέχθηκε το σχέδιο του Μαρδόνιου και έφυγε για
τον Ελλήσποντο, φθάνοντας στην Ασία σε 45 ημέρες. Ο στρατός του, ο οποίος
υπέφερε από πείνα, είχε μειωθεί κατά πολύ. Ο Μαρδόνιος ξεχειμώνιασε στην
Θεσσαλία, ετοιμάζοντας τον στρατό του για καινούργια εκστρατεία.
|