Η μάχη των Θερμοπυλών
480 π.Χ.
Στο τέλος του χρόνου
481 π.Χ., όλες οι Περσικές προετοιμασίες για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος
είχαν τελειώσει και τον επόμενο χρόνο 480 π.Χ., μετά τις ανοιξιάτικες βροχές, ο
τεράστιος στρατός βάδισε προς τον Ελλήσποντο. Επί εφτά ημέρες και νύχτες, ο
στρατός περνούσε στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η στρατιωτική δύναμη με
τους ακολούθους ξεπερνούσε 5,000,000 άνδρες, ο δε ναυτικός στόλος αριθμούσε 1207
πλοία. Ο στρατός αποτελείτο από 1,700,000 στρατιώτες, 80,000 ιππείς και
20,000 Λιβύους και Άραβες, με άρματα και καμήλες. Επί πλέον, οι Θρακικές και
Μακεδονικές πόλεις της βόρειας Ελλάδος διέθεσαν περισσότερο από 300,000 άνδρες.
Οι Περσικές δυνάμεις έφθασαν στη Θεσσαλία 480 π.Χ., χωρίς καμία αντίσταση. Στο
μεταξύ, μια μικρή δύναμη που έστειλαν οι Ελληνικές πόλεις υπό την αρχηγία του
βασιλιά Λεωνίδα, στρατοπέδευσε στις Θερμοπύλες.
Η Αθήνα και η Σπάρτη συμβουλεύθηκαν το μαντείο των Δελφών και έλαβαν τρομακτικές
απαντήσεις. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν τον χρησμό "φύγετε
στα πέρατα του κόσμου", είπαν στο μαντείο ότι θα παραμείνουν εκεί
μέχρι να πεθάνουν, περιμένοντας ένα καλύτερο χρησμό. Το μαντείο τότε τους έδωσε
έναν καινούργιο χρησμό, ο οποίος έλεγε ότι "ένα ξύλινο τείχος θα επιζήσει από
την καταστροφή της Αττικής" και "η θεϊκή Σαλαμίνα θα καταστρέψει
τα παιδιά των γυναικών". Στο συμβούλιο των Αθηναίων, ο Θεμιστοκλής αργότερα
χρησιμοποιώντας επιχειρήματα είπε ότι τα ξύλινα τείχη ήταν ο στόλος τους και ότι
αν ο θεός προφήτευε κακό για την Ελλάδα, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ την λέξη "θεϊκή",
αλλά την λέξη "ολέθρια" (σχετλίη). Στους Σπαρτιάτες ο χρησμός ήταν το
ίδιο ζοφερός, λέγοντας τους ότι "ή η Σπάρτη θα έπρεπε να χαθεί, ή ένας
βασιλιάς της".
Όταν ο Ξέρξης έφθασε στις Θερμοπύλες, βρήκε να υπερασπίζεται
από ένα σώμα 300 Σπαρτιατών και από 7,000 οπλίτες άλλων πόλεων, υπό την αρχηγία
του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα.
Ο Ξέρξης μαθαίνοντας για τον μικρό αριθμό των Ελληνικών δυνάμεων και ότι αρκετοί
Σπαρτιάτες έξω από τα τείχη γυμνάζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους, στην
αμηχανία του, κάλεσε τον Δημάρατο να του εξηγήσει την έννοια όλων αυτών. Ο
Δημάρατος του είπε, ότι οι Σπαρτιάτες θα υπερασπισθούν το μέρος μέχρι θανάτου
και ότι υπήρχε παράδοση να πλένουν και να χτενίζουν τα μαλλιά τους με ιδιαίτερη
προσοχή, όταν επρόκειτο να θέσουν την ζωή τους σε κίνδυνο. Ο Ξέρξης που δεν
πίστεψε τον Δημάρατο, καθυστέρησε την επίθεση επί τέσσαρες μέρες, νομίζοντας ότι
οι Έλληνες θα διασκορπίζονταν, όταν θα αντιλαμβάνονταν τις μεγάλες δυνάμεις του.
Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους, ζητώντας να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση
του Λεωνίδα ήταν "Μολών λαβέ" (έλα να τα πάρεις).
Όταν είπαν σε ένα Σπαρτιάτη για τον μεγάλο αριθμό των Περσικών δυνάμεων, οι
οποίοι με τα βέλη τους θα έκρυβαν τον ήλιο, απάντησε
"τόσο το καλύτερο, θα πολεμήσουμε
στην σκιά".
Την πέμπτη ημέρα ο Ξέρξης επιτέθηκε χωρίς καμία επιτυχία και με μεγάλες
απώλειες, αν και οι Μήδες πολέμησαν γενναία. Τότε έδωσε διαταγή στην
προσωπική του φρουρά, τους "Αθανάτους" υπό την αρχηγία του Υρδάνη,
ένα σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών από τους καλύτερους Πέρσες στρατιώτες, να
επιτεθούν, αλλά και αυτοί απέτυχαν και παρατηρήθηκε ότι ο Ξέρξης πήδησε από τον
θρόνο του τρεις φορές, από θυμό και αγωνία. Την επόμενη μέρα επετέθησαν και
πάλι, δεν υπήρξε όμως καμία πρόοδος. Ο Ξέρξης ήταν απελπισμένος, αλλά η τύχη του
άλλαξε, όταν ο
Εφιάλτης, γιος του Ευρίδημου από την Μαλίδα, του είπε για ένα κρυφό
μονοπάτι μέσα στο βουνό. Αμέσως εστάλη η ισχυρή Περσική δύναμης των Αθανάτων, με
τον αρχηγό τους Υρδάνη, οδηγούμενη από τον προδότη. Τα ξημερώματα έφθασαν στην
κορυφή, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Φωκείς, οι οποίοι μόλις είδαν τον Περσικό
στρατό ετράπησαν σε φυγή.
Όταν ο Λεωνίδας έμαθε τα γεγονότα, διέταξε να συγκληθεί το συμβούλιο του
πολέμου. Πολλοί είχαν την γνώμη, ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να βρουν μία
καλύτερη τοποθεσία για να αμυνθούν, αλλά ο Λεωνίδας, ο οποίος εδεσμεύετο από
τους νόμους της Σπάρτης και από τον χρησμό, που είχε προφητεύσει, ότι είτε η
Σπάρτη ή ένας βασιλιάς της Σπάρτης θα έπρεπε να θυσιαστεί, αρνήθηκε. Τριακόσιοι
Σπαρτιάτες και επτακόσιοι Θεσπιείς πήραν την απόφαση να μείνουν και να μαχηθούν.
Στους υπόλοιπους επετράπη να φύγουν, με εξαίρεση τετρακοσίων Βοιωτών οι οποίοι
κρατήθηκαν ως όμηροι.
Ο Λεωνίδας δεν περίμενε την Περσική επίθεση, η οποία καθυστερούσε από τον
Ξέρξη και βάδισε εναντίον τους. Στην μάχη που επακολούθησε χιλιάδες Πέρσες
σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την θάλασσα, αλλά όταν τα
Σπαρτιάτικα δόρατα έσπασαν, οι Σπαρτιάτες άρχισαν να έχουν απώλειες και ένας από
τους πρώτους που έπεσαν, ήταν ο Λεωνίδας. Γύρω από το σώμα του μία από τις πιο
σκληρές μάχες έλαβε μέρος. Τέσσερις φορές οι Πέρσες επιτέθηκαν να το πάρουν και
τις τέσσερις απωθήθηκαν. Στο τέλος, οι Σπαρτιάτες εξαντλημένοι και πληγωμένοι,
μεταφέροντας το σώμα του Λεωνίδα, αποσύρθηκαν πίσω από το τείχος, αλλά
περικυκλώθηκαν από τον εχθρό, που τους σκότωσε με βέλη.
Σε αυτό το σημείο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι τοποθετήθηκε από τους Έλληνες προς
τιμήν του Λεωνίδα και των ανδρών του, καθώς και δύο άλλα μνημεία πλησίον του.
Σε ένα από αυτά, έχουν γραφεί οι αθάνατες λέξεις:
"Ω ξείν αγγέλλειν
Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι
πειθόμενοι".
|
|