CINEMApedia.gr

Κεντρική Η Εξέλιξη Ελληνικό Cinema Ξένο Cinema Επικοινωνία

 

 

 

 

Δεκαετία ΄60 Προσωπικότητες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Creator: Kaleli Katerina

 

Σαπφώ Νοταρά

 

                     ¨ Στης μοναξιάς το άβατο θηρίο
                           Βαρκάρης την περίμενε σε έρημο γιαλό…¨

 

 

Η Σαπφώ Νοταρά φοίτησε στη δραματική σχολή του Εθνικού και στη δραματική σχολή του Πειραϊκού συνδέσμου από το δρόμο της οποίας πήρε το όνομά της, αφού το πραγματικό της επώνυμο ήταν Χανδάνου. Όταν ήταν νέα, είχε τέλειο σώμα και έκανε χορό. Σε μια φωτογραφία της ήταν γυμνή από τη μέση και πάνω, φορώντας ψεύτικη γενειάδα και ακάνθινο στεφάνι με τα χέρια ολάνοιχτα πάνω σε σταυρό. Ήταν άγρια και ελεύθερη ύπαρξη, από τότε θυμωμένη και καλοκάγαθη μαζί. Εγκατέλειψε την επιστήμη μετά το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με το θέατρο. Απόφαση αυτοκαταστροφική τη δεκαετία του ΄30. Αρίστευσε παντού. Στο θέατρο της Κοτοπούλη έπαιζε όλους τους ρόλους αντικαθιστώντας τη μεγάλη ηθοποιό στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο του θεάτρου μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου, όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη ταξίδευε στο εξωτερικό. Ήταν ένας άνθρωπος με εκτόπισμα πολλών ανθρώπων μαζί, παρατηρεί εύστοχα ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής.

Τη φωνή της τη «δανείστηκε», όταν ένα παιδάκι στο διάδρομο μιας πολυκατοικίας, της είπε με άγρια φωνή: «Σταμάτα, σε πυροβολώ!». Μόνο ως πρώτη ύλη βέβαια τη χρησιμοποίησε όπως το παιδάκι, μέχρι η φωνή της να γίνει ένα ολοκληρωμένο μουσικό όργανο. Με αυτή τη φωνή έμεινε αξέχαστη στο ραδιόφωνο ως θρυλική Κλημεντίνη στο «Ημερολόγιο ενός θυρωρού» και ως κυρία Κυριακή στην παραγωγή του Κ. Π. Παναγιωτόπουλου.

 

Η Ηθοποιός

 

Στις ταινίες που έπαιζε η Σαπφώ Νοταρά ήταν για πολλά χρόνια ένας ετοιμοθάνατος γελωτοποιός, όπως σημειώνει ο βραβευμένος ποιητής και φιλόλογος Ματθαίος Μουντές. Και αυτό το καταλάβαινε και αντιδρούσε απότομα στον περίγυρό της, ακόμα και σε περιπτώσεις φιλικής προσέγγισης. Σιγά-σιγά αυτή η πεποίθηση έγινε δικαιολογία της ύπαρξής της. Όπως λέει στο βιογραφικό του διήγημα «Τα σαντέ της Σαπφώς» ο Γιώργος Μανιωτης, ο μόνος πνευματικός άνθρωπος που την πλησίασε και έγραψε γι΄αυτήν, ήταν σα να έλεγε στον κόσμο «στην πραγματική ζωή δε θα υπάρχω. Θα υπάρχω μόνο, όσο διαρκεί η παράσταση».

Έτσι φρόντισε να κρατήσει τον εαυτό της, αόρατο σχεδόν, μισοκρυμμένο πάντα στις πίσω σκιές των κτιρίων. Το άβατο της μοναξιάς της δεν το πάτησε ποτέ κανείς. Στη διάρκεια της ημέρας την έβλεπες συχνά να κάθεται μονάχη της στο τραπεζάκι κάποιου καφενείου, να μηρυκάζει τη θλίψη της, να ηλεκτρίζεται στη θέα των απόμαχων της ζωής και να καπνίζει τα κόκκινα τσιγάρα της. Οι άνθρωποι του θεάματος δεν της φέρθηκαν καλά, δεν εκτίμησαν το ταλέντο της, δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τον αρχαίο σπαραγμό της. Εκείνη την πρώτη μεταπολεμική περίοδο των αιωνίως ερωτευμένων νεαρών πλάι στις ακρογιαλιές και μέσα στα σπορ αυτοκίνητα, πίσω από τη βροντερή και βραχνή φωνή της υπηρέτριας και σπιτονοικοκυράς, που της έδιναν να παίζει στον κινηματογράφο υπήρχε ένα άτομο παρατημένο από τις ανθρώπινες φιλοδοξίες των ημερών. Με μια παράξενη ανθρωπιά και αγνότητα, που έκανε τους ρόλους της τόσο πιστευτούς., γιατί έδινε στις λέξεις ύλη, όταν φώναζε «μπουρλότο!». Ο Γιάννης Τσαρούχης συνέλαβε το πραγματικό της ταλέντο και τις δίνει το ρόλο της κορυφαίας του χορού αλλά και όλα τα χορικά των «Τρωάδων». Υπέφερε από σοβαρή αρθρίτιδα και σάκχαρο, λόγω των γλυκών που έτρωγε συχνά για να ξεγελά την πείνα της λόγω των πενιχρών εσόδων τηs. Κανένας πολιτιστικός ή κρατικός φορέας δε νοιάστηκε γι΄ αυτήν. Άλλωστε η πλειοψηφία των συναδέλφων της τη θεωρούσε απλά ένα κωμικό πρόσωπο. Ενώ στεκόταν πεθαμένη στην ψάθινη καρέκλα της, η ανοιχτή τηλεόραση συνέχιζε να παίζει αδιάφορη, πουλώντας ψεύτικα όνειρα και πιπεράτα σκάνδαλα στα θύματα της νέας εποχής.