Η τραγωδία αυτή
γράφτηκε μεταξύ 450 και 440 π.Χ. Περιγράφει την τρέλα και το
θάνατο του Αίαντα, αρχηγού των Σαλαμινίων όταν δεν του
αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα.
Ο Οδυσσέας πλησιάζει
την σκηνή του Αίαντα, γιατί έχει ακούσει κάποιες ανησυχητικές
φήμες. Πληροφορείται από την Αθηνά ότι, όταν ο Αίαντας νικήθηκε
στην κρίση των όπλων του Αχιλλέα, βγήκε τη νύχτα, αποφασισμένος
να εκδικηθεί για την προσβολή που του έγινε. Η Θεά όμως του
θόλωσε το μυαλό και έπεσε πάνω στα κοπάδια των Ελλήνων σφάζοντάς
τα. Τώρα είναι μέσα στην σκηνή του μανιασμένος και βασανίζει τα
ζώα, νομίζοντας πως είναι Έλληνες. Μπαίνει ο χορός και η
Τέκμησσα του διηγείται τα γεγονότα της νύχτας. Ανοίγει το
παραπέτασμα της σκηνής και εμφανίζεται ο Αίαντας ανάμεσα σε
σφαγμένα ζώα. Έχει συνέλθει από την κρίση τρέλας και,
αναγνωρίζοντας τι έχει διαπράξει, δηλώνει ότι θα πεθάνει.
Αίας Σοφοκλή,
Ελληνικό θέατρο Συρακουσών, καλοκαίρι 2010
Η
γυναίκα του και ο χορός προσπαθούν μάταια να τον μεταπείσουν.
Κλείνεται στην σκηνή του για να εμφανιστεί λίγο αργότερα και να
ανακαλέσει την απόφασή του. Τα λόγια του όμως αυτά είναι
ψεύτικα. Πηγαίνει στην ακρογιαλιά και αυτοκτονεί με το σπαθί
του. Η Τέκμησσα (η σύζυγός του) ανακαλύπτει το νεκρό σώμα του και θρηνεί μαζί με
τον χορό. Έρχεται ο Τεύκρος και ετοιμάζεται να θάψει τον αδελφό
του. Οι προετοιμασίες του διακόπτονται από την εμφάνιση του
Μενέλαου, που τον διατάζει να αφήσει τον νεκρό άταφο. Μετά από
φοβερή λογομαχία, ο Τεύκρος μένει ανυποχώρητος και ο Μενέλαος
αποχωρεί με απειλές. Έπειτα έρχεται ο Αγαμέμνονας εξοργισμένος
και αυτός εναντίον του Τεύκρου. Τη λογομαχία τους διακόπτει ο
Οδυσσέας, προτρέπει τον αρχιστράτηγο των Ελλήνων να μην ασεβήσει
απαγορεύοντας την ταφή του Αίαντα και προσφέρει τη φιλία του
στον Τεύκρο. Το έργο κλείνει με την προετοιμασία της ταφής του
ήρωα.