Μπουρδέτο (Βενετ. Bordeto)
|
Βραστός
σκορπιός ή γαλέος ή μπακαλιάρος παστός ξαλμυρισμένος καλά, με
κόκκινη καυτερή σάλτσα (πολύ κοκκινοπίπερο και καυτερή πιπεριά
ολόκληρη), που στο τέλος σβήνεται με χυμό φρέσκου λεμονιού.
|
Μπακαλιάρος με αγιάδα (Bενετ. Baccala in pastela)
|
Ξαλμυρισμένος
"παστός" μπακαλιάρος σε χοντρά κομμάτια με σκορδαλιά. Η διαφορά
από άλλα μέρη της Ελλάδος έγκειται στην παρασκευή της σκορδαλιάς
(aglio) που γίνεται από αποφλοιωμένα αμύγδαλα, σκόρδο, ψωμί,
λάδι και ξύδι. |
Στακοφύσι (Stock-fish)
|
Γνωστό
από την εποχή των Βενετσιάνων νωρίς τον μεσαίωνα (pesse stocco),
μόνο το όνομα είναι δανεισμένο από την Αγγλική γλώσσα. Πρόκειται
για "ξερό" (αποθηκευμένο και ξεραμένο) μπακαλιάρο, που για να
φαγωθεί τον αφήνουν σε ανανεούμενο θαλασσινό νερό. Σοταρισμένα
κομμάτια μπακαλιάρου με κρεμμύδι και κοκκινοπίπερο,
μαγειρεύονται στην κατσαρόλα με σάλτσα ντομάτα, πράσα και λίγη
ζάχαρη. Ήταν η εκδοχή του μπουρδέτου για τους πλούσιους.
|
Μπακαλιάρος Μπιάνκο (Βενετ. in Bianco)
|
Μπακαλιάρος
ή γαλέος με πατάτες στην κατσαρόλα με άσπρη σάλτσα από
ψιλοκομμένο σκόρδο, μαϊντανό, χυμό λεμονιού και μαύρο
χοντροκομμένο πιπέρι. |
Σαβόρο ή Σαβούρο (Παραδοσιακό Βενετ. "Pesse in Saor")
|
Φαγητό των
ναυτικών, πρόκειται για στρωμένα σε πήλινο τσουκάλι μικρά ψάρια,
συνήθως σαρδέλες αλλά και γόπες ή μεγάλες μαρίδες,
μαριναρισμένες σε σάλτσα άσπρη με ψιλοκομμένο σκόρδο,
δενδρολίβανο, ξύδι, και μαύρες σταφίδες. Το καλό σαβούρο πρέπει
να έχει μείνει τουλάχιστον μια βδομάδα στο τσουκάλι. Διατηρείται
πολύ.
|